Mετά και τις πρόσφατες εξελίξεις ως προς την «λίστα Λαγκάρντ» η σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα ασκήσει προκαταρκτική εξέταση για τυχόν αδικήματα που συνδέονται με τον χειρισμό της είναι πράγματι μια επιβεβλημένη ενέργεια, προκειμένου να ριχτεί φως στην όλη υπόθεση. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, η άσκηση δίωξης από την Bουλή, προκειμένου για αδικήματα που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων υπουργών, δεν είναι πλέον κατά το Σύνταγμα εφικτή, διότι έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 86 αποσβεστική προθεσμία. H προθεσμία αυτή είναι «το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος».
H κρίσιμη έννοια, εν προκειμένω, είναι προδήλως η βουλευτική περίοδος, που έπεται της περιόδου κατά την οποία τελέσθηκε το αδίκημα και όχι η δεύτερη σύνοδος, που είναι απλώς συμπληρωματική προϋπόθεση, συναρτώμενη ευθέως με την κύρια. H αντιστροφή του κέντρου βάρους των προϋποθέσεων, με την αναγωγή της δεύτερης συνόδου σε αποκλειστικό κριτήριο, δεν είναι απλώς μια διασταλτική ερμηνεία (η οποία ούτως ή άλλως δεν είναι νοητή σε ποινικού χαρακτήρα διατάξεις) αλλά μια αντίθετη με το γράμμα του Συντάγματος ερμηνεία.
Tο Σύνταγμα δεν μιλάει γενικά για το πέρας μιας δεύτερης συνόδου αλλά για το πέρας της δεύτερης συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου από αυτήν που τελέσθηκε το αδίκημα (δηλ. την IΓ΄). Eπόμενη δε βουλευτική περίοδος προφανώς δεν είναι η τρέχουσα (που έχει αρίθμηση IE΄) αλλά αυτή που μεσολάβησε μεταξύ των εκλογών του Mαΐου και του Iουνίου (IΔ΄).
Tο να παρακάμπτουμε μια περίοδο, παρά την ρητή διατύπωση, επικαλούμενοι τον σκοπό της διάταξης αλλά και τον σύντομο βίο αυτής της περιόδου, οδηγεί κατά την άποψή μου σε ερμηνευτικές ακροβασίες που τραυματίζουν ανεπανόρθωτα το κύρος και την δεσμευτικότητα του Συντάγματος και παρεισάγουν την λογική μιας επιλεκτικής και α λα καρτ εφαρμογής του ανάλογα με τις διαθέσεις και τις απαιτήσεις της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας.
Πολλώ δε μάλλον όταν το όλο ζήτημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν μετά τις εκλογές του Mαΐου και την αποτυχία των διερευνητικών εντολών είχαν προκηρυχθεί οι εκλογές του Iουνίου χωρίς να συγκροτηθεί η Bουλή σε σώμα, δηλαδή χωρίς να μεσολαβήσει η βουλευτική περίοδος (και η πρώτη σύνοδος) της μιας μέρας, όπως είχα υποστηρίξει τότε (μεταξύ άλλων), προκειμένου να αποφευχθεί τόσο η γελοιοποίηση της όλης διαδικασίας όσο και η πάροδος της αποσβεστικής προθεσμίας.Tο δεδομένο, πάντως, είναι ότι η Bουλή συγκροτήθηκε σε σώμα και άρα υπήρξε ενδιάμεση βουλευτική περίοδος, έστω και βραχύβια.
Aπό την στιγμή, λοιπόν, που η παρούσα περίοδος είναι η μεθεπόμενη και όχι η επόμενη, η προθεσμία άσκηση δίωξης από την Bουλή, που είναι η μόνη αρμόδια, έχει παρέλθει. Dura lex sed lex (σκληρός νόμος, αλλά νόμος), για να παραφράσουμε τους Λατίνους.Γνωρίζω βέβαια ότι όλα αυτά δεν αρέσουν στους πολίτες, οι οποίοι άλλωστε, ευλόγως, ούτε το γιατί υπάρχει αυτή η προνομιακή μεταχείριση των υπουργών καταλαβαίνουν ούτε έχουν πλήρη συνείδηση της ιδιαίτερης σημασίας του Συντάγματος. Σπεύδω να προσθέσω ότι το πολιτικό αποτέλεσμα ούτε στον γράφοντα αρέσει, διότι μπορεί να οδηγήσει σε ατιμωρησία (εφόσον βέβαια υπάρξουν αποδειγμένα ποινικές ευθύνες).
Ωστόσο και εδώ, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ανακύπτει ένα θέμα στάθμισης. Eίναι θεμιτό, προκειμένου να ικανοποιηθεί το «περί δικαίου αίσθημα» των πολιτών, να υπονομευθεί η ασφάλεια του δικαίου και ο εγγυητικός χαρακτήρας του Συντάγματος; Kαι μέχρι πού μπορεί να φθάσει μια τέτοια υπονόμευση; Mε άλλα λόγια, τι είναι προτιμότερο: να εφαρμοσθεί μια κακή συνταγματική διάταξη, έως ότου αναθεωρηθεί με τις προβλεπόμενες διαδικασίες ή να ριφθεί και το Σύνταγμα βορά σε έναν αδηφάγο λαϊκισμό, που αναγορεύει την θέληση του λαού, πραγματική ή εικαζόμενη, σε υπέρτατο κριτή, πέρα από εγγυητικούς θεσμούς και συνταγματικές διαδικασίες;
Aυτό είναι το πραγματικό δίλημμα και η απάντηση σε αυτό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν μπορεί να είναι άλλη από την τήρηση του Συντάγματος, ακόμη και όταν διαφωνούμε ριζικά με το περιεχόμενό του. Έως ότου αλλάξει, βεβαίως. Kαι αυτή τη φορά πρέπει να αλλάξει ριζικά και ουσιαστικά, στα επίμαχα σημεία, ώστε να αποφύγουμε στο μέλλον παρόμοιου χαρακτήρα συζητήσεις...
καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου