Ήταν Δεκέμβρης του 2008 και αστός, γνωστός έμπορος στην Αθήνα, καλοσπουδαγμένος και αριστερός στα νιάτα του, πενηντάρης πια, είναι ακουμπισμένος στον τοίχο του Πολυτεχνείου και συνομιλεί με έναν από τους «παλιούς» των Εξαρχείων από ένα παράθυρο. Το αντικείμενο της συζήτησης είναι ο γιος του, που βρίσκεται μαζί με τα άλλα δεκαπεντάχρονα-δεκαεξάχρονα κλεισμένα μέσα στο κτίριο.
Είναι η δεύτερη ημέρα από τη δολοφονία του Αλέξη.
Ο πενηντάρης έμπορος ξέρει καλά τα κατατόπια. Κάποτε ήταν και αυτός, σε μεγαλύτερη ηλικία ίσως, κλεισμένος σε αυτά τα κτίρια του Μετσοβείου. Ήξερε τις «φάτσες». Με πολλούς από τους «παλιούς» μοιραζόταν κουβέντες και καφέδες, όταν βολόδερνε νεαρός φοιτητής στα αμφιθέατρα και τις καταλήψεις. Γέννημα θρέμμα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ήξερε λοιπόν πως ο γιος του δεν θα έβγαινε έξω από μόνος του. Θα το θεωρούσε ντροπή να εγκαταλείψει τους φίλους του. Το αίμα του Αλέξη ήταν νωπό. Η Αθήνα είχε πάρει φωτιά.
Ο πενηντάρης έμεινε επί ώρες ακουμπισμένος στον τοίχο μιλώντας με τον... «καθοδηγητή». Έπρεπε ο «παλιός» να πεισθεί και να ζητήσει από το νεαρό γιο του αστού να εγκαταλείψει την κατάληψη και να γυρίσει στο σπίτι. Τελικά, κάποια στιγμή, το παιδί βγήκε. Ο πενηντάρης το αγκάλιασε και το πήρε μαζί του. Τις επόμενες ημέρες ο δεκαεξάχρονος πέρασε από οδόφραγμα σε οδόφραγμα και από την οργή στις πέτρες. «Το Κολωνάκι στα χαρακώματα». Η μεσαία τάξη πάει στον παράδεισο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 κυκλοφορούσε στις αίθουσες των κινηματογράφων μία κινηματογραφική παραγωγή που κατέγραφε την εξέγερση των μαθητών ενός μεγαλοαστικού Λυκείου της Αγγλίας. Ο τίτλος της ταινίας ήταν «Ιf». Προφητική ματιά σε μια μεσαία τάξη του μεταπολέμου που τα καύσιμα της είχαν τελειώσει. Η ταινία ήταν εξουθενωτικά βίαιη. Μόλις είχε περάσει το πρώτο τσουνάμι του Μάη του ’68. Η βία στην Ιταλία έπαιρνε διαστάσεις τρομακτικές.
Η κόρη του Νάσιουτζικ ήταν μόλις 18 ετών, όταν κατάλαβε πως ο πατέρας της, διανοούμενος, αγωνιστής, αριστερός, Επονίτης και κυνηγημένος, αλλά μεγαλοαστός, κατηγορείται για τη δολοφονία με 97 σφυριές του συναγωνιστή και φίλου του Διαμαντόπουλου. Ο Θανάσης Νάσιουτζικ ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Διαμαντόπουλος ήταν ο γραμματέας και μέλος του ΚΚΕ. Ήταν 1984 και το Κολωνάκι, όπως και το Ψυχικό, έμεναν άφωνα με τη στυγερή δολοφονία. Δέκα χρόνια μετά ο Νάσιουτζικ καταδικαζόταν τελεσίδικα από τον Άρειο Πάγο. Η νεαρή Παυλίνα θα θυμόταν για πάντα την κατακερματισμένη φιγούρα του πατέρα της πίσω από τα σίδερα. Από τότε, όπως λέει και η ίδια, άρχισε να συμβιώνει με την κατάθλιψη. Απολύτως κατανοητό.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008, ο γιος της ο Νίκος βλέπει τον «κολλητό» του να πέφτει νεκρός δίπλα του από μια σφαίρα του ειδικού φρουρού. Είναι και οι δύο δεκαέξι μόλις ετών, φίλοι από τις αστικές γειτονιές της Αθήνας. Στα προαύλια των γνωστών καλών σχολειών των Βορείων Προαστίων έχουν γνωριστεί. Ο Αλέξης είναι νεκρός. Ο Νίκος αισθάνεται πως κάτι τον κυνηγά. Ο παππούς, ένας διανοούμενος – δολοφόνος κατά την κοινωνία. Η μητέρα με μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία, συγγραφέας κατά συνθήκη, τραυματισμένη συθέμελα από την ιστορία του πατέρα της. Ο φίλος του νεκρός από τη σφαίρα ενός ακροδεξιού Μανιάτη μπάτσου. Η Αθήνα στις φλόγες. Πόσες αντιστάσεις εναπομένουν σε έναν έφηβο για να μεταφράσει την πραγματικότητα και να εξηγήσει τα συμβάντα;
Πολύ λίγες, θα πει ο ειδικός αν ερωτηθεί.
Το μοντέλο της Γενιάς του Πολυτεχνείου έχει πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο του. Τα παιδιά μεγάλωσαν σε περιβάλλον πολιτικής αφασίας με γονείς που ενηλικιώθηκαν σε καθεστώς ευφορίας. Τα πάντα ήταν δυνατά αυτές τις δεκαετίες. Ακόμη και το χρήμα, ο έρωτας, η φήμη, η γνώση, το καλό κρασί. Ένα στοιχείο έλειπε από το μαγικό κουτάκι της ευτυχίας: η αλήθεια. Οι πιτσιρικάδες στο «If» παίζουν με πραγματικά πυρά πόλεμο στο αστικό τους σχολείο κάπου στην Αγγλία. Διαθέτουν βαρύ οπλισμό και οι σφαίρες σκοτώνουν.
Η τρέλα κερδίζει και η βία συναρπάζει. Τα παιδιά των μεγάλων αστικών οικογενειών εκδικούνται τους πατεράδες τους. Κυρίως εκδικούνται την απίστευτη «ευκολία» με την οποία συζεί η μεταπολεμική αστική γενιά στην Κεντρική Ευρώπη και τη Βρετανία.
Ο Νίκος συνελήφθη στη Βέροια σε ηλικία μόλις 20 ετών. Φώναξε, λένε, «Ζήτω η Αναρχία». Ήταν οπλισμένος με ένα καλάσνικοφ και ένα πιστόλι. Φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο. Ήταν προετοιμασμένος για πόλεμο. Δίπλα του ένα παιδί με πυρόξανθα μαλλιά, παραδίπλα άλλα δυο παιδιά. Ο μπάτσος από την Κοζάνη ήθελε να δείξει πως δεν είναι φλώρος, όπως οι Αθηναίοι συνάδελφοί του. Χτυπούσε όπου εύρισκε. Έβγαλε όλα τα απωθημένα του στους συλληφθέντες. Ο Δένδιας ξέρει ποιος είναι. Ο Νίκος έγραφε προ καιρού πως θέλει να είναι αυτός που καθορίζει τη ζωή του. Το υπογράμμιζε σε μία επιστολή του που την έστειλε για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αρνείται να καταθέσει στη δίκη για τη δολοφονία του φίλου του. Ο Νίκος τότε, όπως και τώρα, δεν ξέρει τελικά, ή το αισθάνεται άραγε, πως τελικά δεν καθορίζει αυτός τη ζωή του αλλά η δυναμική στην οποία συμμετείχε. Η μητέρα του τον στηρίζει με τα δεκανίκια που της προσφέρει η δική της τραυματική εμπειρία.
Είναι δύσκολο να επιπλεύσεις μέσα στον υγρό τάφο μιας τραγωδίας. Πόσο δε μάλλον να αναπνεύσεις μέσα στον υγρό τάφο πολλών αλληλοεξαρτώμενων τραγωδιών.
Λένε πως η Επανάσταση είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας των αστών και της καθόδου των προλεταρίων. Στην Ελλάδα του 2013 οι γιοι των προλετάριων πυκνώνουν τις τάξεις της Χρυσής Αυγής από τη στιγμή που το 25% των μη οργανωμένων ψηφοφόρων του ΚΚΕ ψηφίζουν Μιχαλολιάκο. Οι γιοι των αστών παίρνουν τα καλάσνικοφ και φορούν αλεξίσφαιρα. Οι πυρήνες φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στο Βόρεια Προάστια. Οι φασίστες πληθαίνουν στα Δυτικά Προάστια και τα βράδια κυνηγούν τους μετανάστες στους σταθμούς των τρένων. Κάτι δεν δένει. Κάτι δεν πάει καλά.
Ο φίλος μου καμπούριασε από την αγωνία εκείνο το βράδυ. Το μάτι του θόλωσε. Η σκιά πάνω στο μέτωπό του ήταν μια καινούργια ρυτίδα. Πέρασε καλά στη Μεταπολίτευση. Ήπιε το καλύτερο κονιάκ του κόσμου και το μοιράστηκε με τους φίλους του. Εκείνο το βράδυ όμως, στον τοίχο του Πολυτεχνείου, φοβήθηκε. Έβλεπε το σπλάχνο του να του... φεύγει μέσα από τα δάχτυλά του. Τα πράγματα πήγαν καλά για το συγκεκριμένο πιτσιρικά. Θα μπορούσαν όμως και να εξελιχθούν διαφορετικά και τώρα, σαν το μισοπεθαμένο λύκο, ο πενηνταπεντάρης πια να γλείφει με πόνο τις πληγές του. Τόσο απλό είναι. Τόσο εύκολο.
Ο Νίκος δεν θα μηνύσει εκείνους που τον κακοποίησαν στην Κοζάνη. Αποδέχεται τη συμμετοχή του στη ληστεία. Στα είκοσί του ξέρει πως θα μείνει για καιρό στη φυλακή. Πάνω από το παλιό αριστοκρατικό σχολείο στην Αγγλία υψώνονται καπνοί. Οι στρατιώτες συλλαμβάνουν νεαρούς εφήβους με πυρόξανθα μαλλιά και γέρικο πια βλέμμα. Οι τραυματιοφορείς μεταφέρουν τα νεκρά κορμιά. Τότε, στη δεκαετία του ’70, ο τίτλος της ταινίας ήταν «Εάν». Τώρα, στον 21ο αιώνα, ο τίτλος είναι διαφορετικός. Η βία χτύπησε πια τη δική μας πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου