Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια, το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες χώρες ήταν απολύτως ανάλογο με το ποσοστό αύξησης του συνολικού τους χρέους - δημόσιου, ιδιωτικού και επιχειρηματικού. Το μοντέλο αυτό έφθασε στο τέλος του...
«Καθίσταται ολοένα πιο σαφές ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν 'οτιδήποτε είναι αναγκαίο' προκειμένου να διασφαλίσουν την επιστροφή των ασθενικών οικονομιών σε μια πορεία ισχυρής και βιώσιμη ανάπτυξης». Η διαπίστωση ανήκει στον Στίβεν Τσετσέτι, επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), και έγινε με την ευκαιρία της παρουσίασης της ετήσιας έκθεσής της, την περασμένη Κυριακή.
Ας αναλογιστούμε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το «οτιδήποτε αναγκαίο»: στη διαρκή εκτύπωση χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, καθώς και στη δέσμευση της ΕΚΤ για άνευ όρων αγορά κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, εφόσον κριθεί αναγκαίο. Με άλλα λόγια: στη δημιουργία ενός ισχυρού αναχώματος, που θα προστατεύσει τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη από την καταστροφική και ανεξέλεγκτη επιδρομή μιας γενικευμένης κρίσης χρέους, η οποία ενδέχεται να αποβεί μοιραία.
Ομως, το μοντέλο το οποίο ακολουθήθηκε στα πέντε χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers κρίνεται ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί. Το αποδεικνύει τόσο η απόφαση της αμερικανικής Fed να διακόψει σταδιακά την εκτύπωση όσο και η εκτόνωση της δυναμικής που προκάλεσε το τελευταίο πακέτο στήριξης της ιαπωνικής οικονομίας. Οσο για τις αναταράξεις και τη νευρικότητα που παρατηρούνται στις διεθνείς αγορές τις τελευταίες μέρες, δεν είναι τυχαία φαινόμενα. Διότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι πάντες κατανοούν πως ήρθε η ώρα οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να αποσωληνωθούν από τη μηχανική στήριξη της εντατικής και να διαπιστώσουν εάν μπορούν να σταθούν όρθιες με τις δικές τους δυνάμεις.
Το ρίσκο είναι τεράστιο. Αλλωστε, μέχρι τώρα, οι κεντρικές τράπεζες δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ανακυκλώνουν τα δανεικά που είχαν σωρεύσει στα χαρτοφυλάκιά τους κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και ιδιώτες. Δανεικά χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατη η αναπτυξιακή πορεία και η διατήρηση του μέσου ποσοστού κέρδους σε ικανοποιητικά επίπεδα στη διάρκεια των τριών προηγούμενων δεκαετιών, καθώς η πραγματική οικονομία ήταν ανίκανη να τα εγγυηθεί.
Η εξαιρετική ανάλυση του Ρομέιν Χάτσουελ, που δημοσιεύτηκε στη Wall Street Journal τη Δευτέρα 24 Ιουνίου, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του, την περίοδο 1980-2010, το συνολικό χρέος των χωρών-μελών της G7 αυξήθηκε κατά 71% (από το 171% στο 303% του ΑΕΠ τους), ενώ το ποσοστό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στο ίδιο χρονικό διάστημα ήταν 88%, δηλαδή απολύτως συγκρίσιμο. Αντιθέτως, την αμέσως προηγούμενη τριακονταετία, δηλαδή από το 1950 ως το 1980, στις ίδιες χώρες το ποσοστό αύξησης του χρέους αντιπροσώπευε μόνο ένα μικρό μέρος της αύξησης του ΑΕΠ τους.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική όταν επικεντρώνεται στον μεγάλο των μεγάλων, τις ΗΠΑ: στις πρώτες τρεις δεκαετίες μετά τον πόλεμο, το ΑΕΠ τους αυξήθηκε κατά 191%, ενώ το συνολικό χρέος κατά μόλις 12%. Ομως, από το 1980 ως το 2010, το μεν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 124%, ενώ το χρέος κατά 125%.
«Ακριβώς αυτό έκαναν οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες τα προηγούμενα τριάντα χρόνια -ανέπτυσσαν τεχνητά τις οικονομίες τους, τροφοδοτώντας τις με μια τοξική ουσία που ονομάζεται χρέος», σημειώνει ο Χάτσουελ. Κι αυτό ακριβώς καλούνται τώρα να σταματήσουν να κάνουν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Οι οποίες, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούν να δανείζονται εσαεί, βάζουν στο μάτι τα πορτοφόλια και τις ζωές των πολιτών, σχεδιάζοντας και εκτελώντας μια ολοκληρωτική και άνευ προηγουμένου επιδρομή εναντίον τους. Αυτή που ευσχήμως ονομάζεται «μεταρρυθμίσεις»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου