Η μυθολογία είναι αναπόσπαστο τμήμα του πολιτισμού από καταβολής κόσμου. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη μυθολογία για να ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω του. Κάθε εποχή διαμορφώνει τη μυθολογία της. Κάθε μυθολογία έχει ανάγκη από μύθους και σύμβολα. Το περιεχόμενο των μύθων και των συμβόλων, φανερώνει τις υπόγειες διεργασίες που γίνονται στο συλλογικό υποσυνείδητο και ερμηνεύει, εν πολλοίς, τις κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές.
Σε περιόδους βαθιάς κρίσης, όπου τα παλιά σύμβολα γκρεμίζονται, τη θέση τους παίρνουν, ταχύτατα, νέα, το περιεχόμενο των οποίων αντανακλά όσο οτιδήποτε άλλο, τις διαθέσεις των μαζών. Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι τα νέα αυτά σύμβολα, αποτελούν ένα συμπίλημα δοξασιών, φημών αλλά, κυρίως, στερεοτύπων, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται καλά κρυμμένες στο παρελθόν, μόνο που αυτή τη φορά, νοηματοδοτούν εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Στη μεταβατική εποχή μας, στο πέρασμα από το μοντέλο της Μεταπολίτευσης στο νέο, οι ωδίνες του τοκετού του οποίου θα κρατήσουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν ήδη ασπαστεί τα νέα σύμβολα και έχουν διαμορφώσει το δικό τους «εικονοστάσι». Η λατρευτική άσκηση, εν προκειμένω, είναι ιδιαίτερης σημασίας, αφού έτσι ξεχωρίζουν οι «πιστοί» από τους «βέβηλους και άπιστους». Έτσι, από την απάντηση στο ερώτημα «πας πλατεία;» εξαρτάται η αποδοχή ή η απόρριψη, η ένταξη ή ο εξοστρακισμός, ο χαρακτηρισμός του άλλου ως «πατριώτη» ή ως «δοσίλογου, συνεργάτη της κατοχικής κυβέρνησης».
Η πρώτη παρατήρηση που θα έκανε ένα ψύχραιμος και νηφάλιος παρατηρητής θα ήταν ότι τα νέα «σύμβολα» έχουν δανειστεί πολλά από το παρελθόν που κατακεραυνώνουν. Δανείζονται το περίβλημα – τη λέξη – πολλές φορές αγνοώντας το περιεχόμενο. Αυτό γίνεται για τον απλούστατο λόγο ότι η στερεοτυπική μορφή σκέψης δεν απαιτεί κανενός είδους έλεγχο, πολύ δε περισσότερο δεν υπόκειται στη βάσανο της ανάλυσης. Είναι λέξεις απλές, εύπεπτες, κατανοητές από μεγάλες μάζες ανθρώπων, γνωστές ως άκουσμα, μα άγνωστες, συνήθως, ως περιεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ βολικές για το λόγο και τους σκοπούς που χρησιμοποιούνται κατ’ επανάληψη, βασική αρχή της προπαγάνδας, κατά το Ναπολέοντα Βοναπάρτη, όπως σημειώνει ο Γουσταύος Λε Μπον στο βιβλίο του «Η ψυχολογία του όχλου», έως ότου καταστούν αναπόσπαστο τμήμα αλλά και βασικό εργαλείο της στερεοτυπικής σκέψης.
Περνώντας μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων, ο διαβάτης θα δει ένα μεγάλο πανό στο οποίο αναγράφεται η φράση «Η χούντα δε σταμάτησε το 1974». Προφανώς οι συντάκτες του αγνοούν την ελληνική ιστορία. Αγνοούν ότι στα 190 χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, η περίοδος από το 1974 και μετά είναι μια από τις πιο ομαλές πολιτικά περιόδους, όπου οι τίμιες εκλογές, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, η ύπαρξη πολλών κομμάτων, αλλά και η ελεύθερη έκφραση της βούλησης των πολιτών ήταν από τα βασικά της χαρακτηριστικά. Εκτός αν εννοούν ότι στη χώρα παρεμποδίζεται κάποιος να εκφράσει τη γνώμη του, να ιδρύσει πολιτικό κόμμα, να κατέβει, έστω και ως ανεξάρτητος υποψήφιος στις εκλογές. Πολύ φοβάμαι όμως ότι οι συντάκτες του εν λόγω συνθήματος δε γνωρίζουν ούτε τι θα πει χούντα ούτε τι θα πει δημοκρατία. Τα χρόνια, άλλωστε, που πέρασαν, όπου η Δημοκρατία είχε τρωθεί έσωθεν με τη δική τους ανοχή και αποχή, δεν επέδειξαν την ίδια ευαισθησία. Προφανώς τους απασχολούσε πιο πολύ η κατανομή των κοινοτικών επιδοτήσεων, η λήψη φτηνών δανείων και η επένδυση στο Χ.Α.Α. σε μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης «λαϊκού καπιταλισμού».
Η συνήθεια που απέκτησαν πολλοί τελευταία να χτυπούν τις κατσαρόλες τους στο δρόμο και στις συγκεντρώσεις δεν είναι καινούρια. Για πρώτη φορά το φαινόμενο αυτό έκανε την εμφάνιση του στην ταραγμένη και τραγική εποχή της διακυβέρνησης της Χιλής από τον Σαλβαντόρ Αλλιέντε. Τότε, έγιναν για πρώτη φορά διαδηλώσεις με κατσαρόλες υποκινούμενες από τη CIA με πολίτες που στη συνέχεια κατέλαβαν καίριες θέσεις στο χουντικό καθεστώς του Πινοσέτ. Το γνωρίζουν άραγε αυτό όλοι εκείνοι που το επαναλαμβάνουν σήμερα; Κι αν ναι τι νόημα δίνουν στη δική τους διαμαρτυρία; Εναντίον ποιων στρέφεται αυτή η μορφή διαμαρτυρίας; Εναντίον του Μνημονίου; Του Δ.Ν.Τ.; Της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Των ξένων καταχτητών και των κουίνσλινγκς εγχώριων πολιτικών; Όλων μαζί;
Μια απλή ματιά στα συνθήματα της εποχής είναι εξόχως κατατοπιστική για διάφορες περίεργες, για να μην πούμε ανίερες, ιδεολογικές συμπορεύσεις ή «συμμαχίες». Ένα φαιοκόκκινο τόξο έχει σχηματιστεί όπου ιδέες, συνθήματα και προτάσεις, προερχόμενα από το ένα άκρο του πολιτικού φάσματος γίνονται ασμένως αποδεκτά από το άλλο. Έτσι, το αίτημα για «άμεση δημοκρατία» (αλήθεια πως τη φαντάζονται; Μήπως με τη δημιουργία «Επαναστατικών Επιτροπών»; «Επιτροπών Σωτηρίας του Έθνους»; ) αποκτά τελείως διαφορετικό νόημα ανάλογα με τη γεωγραφική θέση απ’ όπου εκπορεύεται εντός της πλατείας.
Μια τέτοια εποχή ευνοεί την εμφάνιση ψευτοπροφητών, οι οποίοι κομίζουν τα «ευαγγέλια» τους, ένα κράμα αντιλήψεων που καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα, αφού έτσι γίνεται πιο εύκολη η άγρα των πελατών. Παγκοσμίως άγνωστοι «οικονομολόγοι» (προφανώς ιδιοκτήτες λογιστικού γραφείου μέχρι πρόσφατα) με ανύπαρκτες δημοσιεύσεις βιβλίων, άρθρων σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, ή έστω αρθογραφίας σε κάποια εφημερίδα ή περιοδικό, εμφανίζονται ως «παράκλητοι» σε περιθωριακούς τηλεποπτικούς σταθμούς, να σώσουν την «πατρίδα» προτείνοντας ένα κράμα κενσυανικών θεωριών περί κρατικού παρεμβατισμού, οικονομικού απομονωτισμού, εκτεταμένων κρατικοποιήσεων ολόκληρων τομέων της οικονομίας (αυτό θυμίζει κρατικά σχεδιασμένη οικονομία σοβιετικού τύπου) με παράλληλη ανύψωση του εθνικού φρονήματος κλπ – κλπ. Κάτι ανάλογο με αυτά που πρότεινε κάποτε ένας δεκανέας σε μια μπυραρία του Μονάχου.
Από κοντά και διάφοροι ακαδημαϊκοί που ξεμύτισαν από τα πλουσιοπάροχα επιδοτούμενα λαγούμια τους να προτείνουν την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, την επιστροφή στη φτωχή πλην τίμα δραχμή, στη επαναφορά του στρεβλού σοβιετικού τύπου παλαιού καθεστώτος, με την επισήμανση ότι δεν πρέπει να πληρωθεί το χρέος. Είναι απίστευτο το πόσο γοητεύει το καθεστώς της Βόρειας Κορέας ορισμένων κύκλους «διανοουμένων» αλλά και πολιτικών που ανησυχούν για το μέλλον τους, εν Ελλάδι.
Κάθε μυθολογία έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα. Στα πλαίσια αυτής της σωτηριολογικής κατεύθυνσης, ακούγονται δημόσια οι πιο εξωφρενικές προτάσεις, όπως, για παράδειγμα, την προσφυγή σε δανεισμό από τη Ρωσία ή την Κίνα, όταν η πρώτη δημοσίως συνέστησε στη χώρα μας να καταφύγει στο Δ.Ν.Τ., ενώ η δεύτερη ενδιαφέρεται μόνο για να επενδύσει και μάλιστα σε τομείς κρίσιμους. Παράλληλα, προτείνουν να αρνηθούμε την αποπληρωμή του χρέους, αναφέροντας ως παραδείγματα χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες και αναπτυγμένη πρωτογενή παραγωγή είχαν και έχουν και λειτουργούν σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Η άγνοια τους δεν είναι απλά φαιδρή, είναι επικίνδυνη. Πέραν από την άγνοια, ακόμη πιο επικίνδυνη είναι η διαστρέβλωση, όπως αυτό φάνηκε στη «συζήτηση» για τους όρους της δανειακής σύμβασης, όπου θεράποντας του παλαιού πολιτικού συστήματος και σιτιζόμενος επί μακρόν από αυτό, διαστρέβλωσε τα πράγματα, προκαλώντας τη μήνι των πολιτών ότι τάχα είναι πρωτόγνωροι αυτοί οι όροι, ενώ είναι γνωστό ακόμη και στον πρωτοετή φοιτητή της Νομικής σχολής πως πρόκειται για τυποποιημένες διατάξεις οποιασδήποτε δανειακής σύμβασης.. Η απάντηση που του δόθηκε με άρθρο έγκριτου νομομαθή, απλά πέρασε στα ψιλά του Τύπου, αλλά και του διαδικτύου. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία!
Η ανάπτυξη της νέας μυθολογίας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Στο όνομα της καταδίκης της φαυλοκρατίας, οι νέοι πιστοί ξεκίνησαν να μουτζώνουν το κτίριο της Βουλής και τους 300 εκλεγμένους από τους ίδιους αντιπροσώπους. Φωνάζοντας «κλέφτες, κλέφτες» αγνοούν ότι εκατό (100) περίπου βουλευτές εξελέγησαν για πρώτη φορά (!) στις τελευταίες εκλογές. Αλήθεια πότε πρόλαβαν να κλέψουν αυτοί;
Στα πλαίσια της «νέας εθνικής αντίστασης» κατά «της κυβέρνησης των δοσίλογων και των καταχτητών» ξεκίνησε μια προσπάθεια τρομοκράτησης των βουλευτών, προκειμένου να μη συμμετάσχουν καν στη συζήτηση των κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον του τόπου. Ευφάνταστοι και επιτήδειοι δικηγόροι συνέταξαν εξώδικα, τα οποία στάλθηκαν στη συνέχεια σε τοπικούς βουλευτές, προειδοποιώντας (ή μήπως απειλώντας;) με αστικές αγωγές και μηνύσεις, ενώ ορισμένοι άλλοι κατέθεσαν μήνυση για «εσχάτη προδοσία». Καλούν μάλιστα σε περικύκλωση του Κοινοβουλίου προκειμένου να αποφευχθεί, κατά τη γνώμη τους, η εκποίηση του κράτους στους ξένους, στους μασόνους, στη Λέσχη Μπίντελμπεργκ, στους Νεφελίμ και όπου αλλού μπορεί να φανταστεί κανείς. Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι τα Κοινοβούλια περικυκλώνονται από το λαό όταν απειλείται η ουσία του πολιτεύματος, δηλαδή η Δημοκρατία. Τα Κοινοβούλια περικυκλώνονται προκειμένου οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι της κοινωνίας να μπορούν να συνεδριάζουν απερίσπαστοι, δίχως να απειλούνται από επίδοξους τυράννους.
Το πιο τρομακτικό απ’ όλα όμως είναι ότι ο οποιοσδήποτε δείχνει ότι δε συμφωνεί μαζί τους προπηλακίζεται από ομάδες «αγανακτισμένων» πολιτών και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Δημοσιογράφοι που έχουν άλλοι άποψη, πολιτικοί που υποστηρίζουν με παρρησία τις απόψεις τους, απλοί πολίτες που εκφράζουν το σκεπτικισμό τους, είναι οι στόχοι του μένους, ενός πλήθους που λειτουργεί πλέον με βάση το νόμο του Λιντς. Ήδη στα πλαίσια της νέας αυτής ιδεολογικής τρομοκρατίας έκαναν την εμφάνισή τους ομοιώματα με κρεμάλες στις πλατείες επαρχιακών πόλεων, και μάλιστα εκείνων που έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που αφειδώς μοιράζονταν με βάση πλαστά και ψεύτικα πιστοποιητικά αγροτικής παραγωγής.
Με ιδεολογικό όχημα την αναγγελία της κηδείας, το γνωστό «κηδειόχαρτο» το φαιοκόκκινο αυτό μόρφωμα, φανέρωσε και την αισθητική του. Φτιαγμένο από πρόσωπα που κρύβονται πίσω από ψευδή και χυδαία προφίλ σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, η εν λόγω «αφίσα» είναι ενδεικτική του ρεύματος της φαιοκόκκινης ιδεολογικής τρομοκρατίας που επιχειρείται στις μέρες μας. Η Δημοκρατία δεν θα πεθαίνει επειδή το θέλουν μερικοί κακόγουστοι, ανορθόγραφοι, ανώνυμοι υβριστές και υπονομευτές της. Κινδυνεύει όμως από την αφέλεια και την άγνοια των πολλών που σήμερα σε συνθήκες όχλου, διατείνονται πως την υπερασπίζονται.
Η νέα αυτή ιδεολογική τρομοκρατία ενθαρρύνεται και υποθάλπεται από τις πιο ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Ενθαρρύνεται από εκείνους που θεωρούν τον κοινοβουλευτισμό ως «ανωμαλία» και πρεσβεύουν την «ενός ανδρός αρχή». Ενθαρρύνεται από εκείνους που δεν θα είχαν αντίρρηση στην κατάργηση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, «προκειμένου να σωθεί η χώρα». Ενθαρρύνεται από ομάδες θρησκόληπτων, ακροδεξιών, και άλλων περιθωριακών ομάδων. Ενθαρρύνεται από εκείνους που φαντασιώνονται «λαϊκές επιτροπές», «λαϊκά δικαστήρια», «λαϊκή εξουσία». Ενθαρρύνονται από εκείνους που οραματίζονται τον απομονωτισμό της χώρας, ως άλλο «γαλατικό χωριό» που θα αντιστέκεται στις λεγεώνες των νέων καταχτητών. Ενθαρρύνονται από εκείνους που λειτουργούν με βάση τη λογική «όσο χειρότερα για το λαό, τόσο το καλύτερα, γιατί δημιουργούνται συνθήκες αλλαγής καθεστώτος». Κοντολογίς, ενθαρρύνονται και υποθάλπονται από όλους εκείνους που στη σημερινή κρίση βλέπουν μια θαυμάσια ευκαιρία να πληγεί η εν πολλές αμαρτίαις περιπεσούσα Δημοκρατία προκειμένου να προσποριστούν πολιτικά οφέλη για τους ολιγάριθμους πολιτικούς τους σχηματισμούς. Δε λείπουν βέβαια και οι γνωστοί τύποι που αρνούνται κάθε έννοια, αρχή και κανόνα κοινωνικής συμβίωσης και καλούν για την εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων, τύπου Εξαρχείων ή καταλυμένων κτιρίων, φροντίζοντας ήδη να τυπώσουν και νέο νόμισμα. Με δύο λόγια, ο κύκλος έκλεισε και τα άκρα συναντήθηκαν στον κοινό τους τόπο, την έχθρα τους προς τον Κοινοβουλευτισμό.
Ανάμεσα σε όλους αυτούς υπάρχει και ένα ετερόκλητο πλήθος πολιτών που απλά αγωνιούν για το μέλλον τους. Ανησυχούν, φοβούνται, τρομάζουν από το άδηλο μέλλον όλων μας. Αυτοί είναι τα εύκολα αθύρματα αυτών των καταστάσεων. Είναι η ακατέργαστη πρώτη ύλη για τη δημιουργία φανατικών. Χειραγωγούνται εύκολα, αρνούνται τη συζήτηση με επιχειρήματα. Θύματα της νέας κολακείας, αλλάζουν γνώμες από «λαϊκή συνέλευση» σε «λαϊκή συνέλευση» με κοινό παρονομαστή την άρνηση της πραγματικότητας. Φυγόπονοι, δε θέλουν να εμβαθύνουν στα αίτια της σημερινής κρίσης και αρκούνται στις στερεοτυπικές φράσεις – συνθήματα των ψευδοπροφητών. Απείχαν επιδεικτικά στο παρελθόν από την πολιτική, συμμετέχουν ενεργά σήμερα και αυτοθαυμάζονται, ενώ θα έπρεπε να προβληματίζονται για την στάση τους τόσο κατά το παρελθόν όσο και στο παρόν.
Η Δημοκρατία είναι ένα πολύ κακό πολίτευμα, δυστυχώς όμως δεν έχουμε βρει ένα καλύτερο για να την αντικαταστήσουμε, είχε πει ο Γουίνστον Τσόρτσιλ και η ιστορία τον δικαίωσε. Το θέμα είναι αν όλοι αυτοί που σήμερα βάλουν κατά της Δημοκρατίας θα δικαιωθούν από την ιστορία. Δε το νομίζω.
Ζούμε σε μια εποχή όπου ο κοινός νους, ο ορθός λόγος, η μετ’ επιχειρημάτων, νηφάλια και ψύχραιμη συζήτηση και διάλογος για τα αίτια που μας έφεραν ως εδώ, είναι το μεγάλο ζητούμενο. Αντί αυτών όμως επικρατούν οι κραυγές, οι κατάρες, τα άνευ περιεχομένου συνθήματα, η καταστολή κάθε αντίθετης άποψης, η ιδεολογική τρομοκρατία του φαιοκόκκινου όχλου. Το διακύβευμα των ημερών είναι: ως λαός θα αποδειχτούμε ιδανικοί αυτόχειρες ή χρήσιμοι ηλίθιοι; Δυστυχώς η πόλωση των ημερών δεν αφήνει να διαφανεί μια τρίτη λύση.