Από όλα τα παιδικά κοριτσίστικα παιχνίδια, οι «κουμπάρες» είναι πιθανόν εκείνο που παίζεται σχεδόν χωρίς κανόνες. Εν πολλοίς θυμίζει τις ασκήσεις αυτοσχεδιασμού των σπουδαστών στις θεατρικές σχολές. Σας δίνουν ένα θέμα ή μια σύμβαση –είστε «κουμπάρες» εν προκειμένω– και από εκεί κι έπειτα κάνετε του κεφαλιού σας. Σαχλαμαρίζετε, κουτσομπολεύετε, λέτε ψέματα, σκοτώνετε την ώρα σας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην καθομιλουμένη η έκφραση «παίζουμε τις κουμπάρες» κατέληξε να είναι ταυτόσημη με το «κοροϊδευόμαστε». Εξού και, όταν χάνουμε κάπου-κάπου την υπομονή μας και δηλώνουμε ότι «δεν θα παίξουμε τις κουμπάρες», εννοούμε ότι ήγγικεν η στιγμή της πικρής αλήθειας. Τέρμα το δούλεμα.
Τις προάλλες ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, στην κεντρική εκδήλωση για την 95η επέτειο από την ίδρυσή του, δήλωσε για χιλιοστή φορά ότι το κόμμα του Περισσού δεν θα συνεργαστεί ποτέ με το κόμμα της Κουμουνδούρου. Επ’ ευκαιρία στόλισε την Κουμουνδούρου και με ορισμένα από τα πιο προσβλητικά κοσμητικά επίθετα. Κατά κοινή ομολογία, το ΚΚΕ είναι ένα μουρτζούφλικο κόμμα, πιο σοβαρό και από την ίδια τη σοβαρότητα – ως εκ τούτου, δεν συνηθίζει να αστειεύεται με αυτά τα ζητήματα. Περίπου ταυτόχρονα και λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, συγκάτοικος προ αμνημονεύτων ετών στο κόμμα του Κουτσούμπα, δήλωνε για χιλιοστή φορά ότι το κόμμα της Κουμουνδούρου θα συνεργαστεί με το κόμμα του Περισσού.
Ένας ρομαντικός παρατηρητής θα μας έλεγε ότι ο Λαφαζάνης είναι αθεράπευτος νοσταλγός του χαμένου κομμουνιστικού παραδείσου, τότε που το κόμμα –προ του 1968– ήταν ενιαίο, βουτούσαν το ψωμί τους στην ίδια γαβάθα κι εξέδραμαν από κοινού προς άγραν τροτσκιστών. Κάποιος με πιο ρηχή ιστορική μνήμη θα ισχυριζόταν ότι ο Παναγιώτης είναι ο κλασικός έφηβος που δεν το βάζει κάτω, εξακολουθεί να πολιορκεί την αγαπημένη του, όσες χυλόπιτες και αν φάει κατάμουτρα. Ένας τρίτος, τέλος, ο πλέον κυνικός, θα χλεύαζε το όλο σκηνικό. Θα μας διαβεβαίωνε ότι τόσο ο Κουτσούμπας όσο και ο Λαφαζάνης κάνουν πολιτική με αυτόματο πιλότο, απευθύνονται πρωτίστως στο κομματικό τους ακροατήριο και δίνουν ελάχιστη σημασία αν τα σημερινά τους λόγια θα συνάδουν με τις αυριανές τους πράξεις. Εν ολίγοις ; Παίζουν τις κουμπάρες.
Θα είναι, όμως, κρίμα και άδικο εάν εκλάβουμε τις «κουμπάρες» ως ένα αυστηρά αριστερό κουσούρι. Πριν από μόλις είκοσι μήνες (ένα νανοδεύτερο στο γεωλογικό χρόνο, τεράστιο διάστημα στον πολιτικό αντίστοιχο) ο Αντώνης Σαμαράς έσκιζε τα ιμάτιά του ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί ποτέ με το ΠΑΣΟΚ και, σε περίπτωση που η μακρά εκλογική νύχτα δεν του έδινε αυτοδυναμία, θα προσέφευγε πάλι –και πάλι και πάλι και πάλι– στις κάλπες. Πριν αλέκτωρ φωνήσαι, έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Είχε εξαρχής σκοπό να το πράξει ; Υποχρεώθηκε στην πορεία ; Έπαιζε τις κουμπάρες ; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Εκείνο, ωστόσο, που έχουμε μάθει ήδη –οι δημοσκοπήσεις το ουρλιάζουν στ’ αυτιά μας– είναι πως ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, ένα ανησυχητικά ολοένα και μεγαλύτερο, κατεβάζει με το κοντρόλ τον ήχο όταν μας ακούει να αντιδικούμε στα τηλεοπτικά πολιτικά πάνελ. Προτιμάει τα κοριτσάκια που παίζουν στο διπλανό δωμάτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου