Μια ποιοτική διαφορά κρύβει σε σχέση με το παρελθόν το σημερινό σίριαλ με το ελληνικό πρόγραμμα: την πολιτική παράμετρο. Τα όρια αντοχής της Αθήνας και οι φωνές στην Ε.Ε. που μιλούν για το αναπόφευκτο.
Τι θα γίνει αν μια χώρα σε μνημόνιο τελικά αποφασίσει να πει απλώς Όχι ;
Είναι μια ερώτηση που ορισμένοι αξιωματούχοι στην τρόικα των διεθνών δανειστών έχουν αρχίσει να κάνουν για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση συνασπισμού, μετά από έναν χρόνο και πλέον στην εξουσία, σημαδεμένο από αυξανόμενη αντίδραση στις απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις, επιμένει συνέχεια ότι δεν θα υποκύψει σε πρόσθετα μέτρα λιτότητας.
Από πολλές πλευρές, η Ελλάδα έχει χάσει την ικανότητα να σοκάρει. Όλο σχεδόν το χρέος της βρίσκεται στα χέρια των επίσημων δανειστών -ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, θεσμών της ευρωζώνης και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- και αυτό σημαίνει ότι ευρύτερα οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν δίνουν μεγάλη σημασία.
Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και τους επιθεωρητές του μνημονίου έχουν γίνει τόσο κοινότοπες που έχουν σταματήσει να καταγράφονται στα περισσότερα επίσημα ραντάρ, ακόμη και στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, όπου οι αξιωματούχοι έχουν συνηθίσει πια τις ιδιοτροπίες στην ελληνική απόδοση.
Ωστόσο, αν μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα από την απροκάλυπτη αγανάκτηση μεταξύ των κορυφαίων διαπραγματευτών τις τελευταίες ημέρες, ο τωρινός γύρος συνομιλιών, που έχει τραβήξει δύο μήνες, δείχνει να έχει αλλάξει ποιοτικά, όχι ποσοτικά.
Επιφανειακά, η διαμάχη επικεντρώνεται σε ένα γνωστό θέμα: Στον προϋπολογισμό του 2014 έχει ανοίξει δημοσιονομική τρύπα περίπου 1,5 δισ. ευρώ και πρέπει να κλείσει πριν δοθεί η επόμενη δόση βοήθειας.
Πρέπει να αναθεωρηθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Πρέπει να συμφωνηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η άρση της απαγόρευσης πλειστηριασμών.
Για όσους όμως δουλεύουν πάνω στο ελληνικό πρόγραμμα επί χρόνια, κάτι πιο βαθύ δείχνει ότι έχει αλλάξει. Η Αθήνα, που ποτέ δεν υπήρξε ενθουσιώδης με τις μεταρρυθμίσεις, έχει ακόμη λιγότερους λόγους να συνεργαστεί.
«Σαφέστατα αυτό που συνέβη είναι ότι οι πολιτικές απώλειες γίνονται πολύ ξεκάθαρες», σχολίασε ανώτατος επιθεωρητής της τρόικα. «Η αντίδραση είναι παλιρροϊκή».
Βεβαίως, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κόπωση από τις μεταρρυθμίσεις που έχει ενσκήψει στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες με μνημόνια, σχεδόν αμέσως μόλις επιβλήθηκαν οι όροι των διασώσεων. Όμως το σκεπτικό των Αθηνών έχει αρχίσει να παίρνει στροφές που ορισμένοι φοβούνται ότι αποδυναμώνει τα κίνητρα για επίτευξη συμφωνίας.
Η πιο εμφανής ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης είναι πολιτική. Αν και επιβίωσε από μία ακόμη πρόταση δυσπιστίας πρόσφατα, η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία συνεχίζει να συρρικνώνεται κι έχει περιοριστεί στις μόλις τέσσερις ψήφους στο κοινοβούλιο.
Σε αντίθεση με την Πορτογαλία, της οποίας η κυβέρνηση επίσης πρόσφατα επέζησε από παραλίγο μοιραία εμπειρία, η αντιπολίτευση στην Ελλάδα δεν είναι κάποιο συντηρητικό κόμμα που στο παρελθόν είχε στηρίξει το πρόγραμμα διάσωσης. Το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς ΣΥΡΙΖΑ υποδαυλίζει αριστερούς πολιτικούς από όλες τις παρατάξεις -μεταξύ των οποίων υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ, του παραδοσιακού κεντροαριστερού κόμματος και μέλους του κυβερνητικού συνασπισμού- να στραφούν εναντίον του προγράμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε πολλές δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ως το μεγαλύτερο κόμμα στην Ελλάδα, ενώ το ΠΑΣΟΚ ψυχορραγεί, μένοντας σταθερά πίσω ακόμη κι από το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής. Αν καταρρεύσει η κυβέρνηση συνασπισμού, θα έλθει το τέλος του προγράμματος διάσωσης στη μορφή που το γνωρίσαμε. Υπάρχει όμως και μία ακόμη μεγαλύτερη, αλλά λιγότερο εμφανής αλλαγή στις ελληνικές συνθήκες.
Η κυβέρνηση εισπράττει περισσότερα χρήματα απ' όσο δαπανά, αν αφαιρέσουμε τις πληρωμές τόκων για το εθνικό χρέος. Αυτό το «πρωτογενές πλεόνασμα προϋπολογισμού» σημαίνει ότι το κάθε «έξτρα» ευρώ από φόρους που αποστραγγίζεται από τους Έλληνες ψηφοφόρους πηγαίνει για την πληρωμή των πιστωτών. Αν και οι αξιωματούχοι της τρόικας διαφωνούν για το αν το γεγονός αυτό είναι η αιτία για την πρωτοεμφανιζόμενη ανελαστικότητα, ιστορικά οι κυβερνήσεις που λαμβάνουν διεθνή διάσωση γίνονται πολύ λιγότερο συνεργάσιμες όταν έχουν εξασφαλίσει τις καθημερινές τους υποχρεώσεις.
Πράγματι, αν η Αθήνα είχε τη δική της κεντρική τράπεζα για να στηρίξει τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, δεν θα έμεναν πολλά κίνητρα για να συνεχίσει να ξεπληρώνει την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Τα κίνητρα έχουν αλλάξει και για την ευρωζώνη. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως τα αλεξίπτωτα και τα πυροσβεστικά που έχουν δημιουργηθεί θα αποτρέψουν μετάδοση της ελληνικής κρίσης στην υπόλοιπη ευρωζώνη.
Η επόμενη μεγάλη αποπληρωμή ελληνικού χρέους προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι προγραμματισμένη τον Μάιο. Μέχρι τότε, υπάρχουν πολύ λίγοι λόγοι για να εκταμιευθεί βοήθεια προς την Αθήνα. Κάποιοι στην τρόικα και σε εθνικά υπουργεία Οικονομικών πάντα πίστευαν ότι είναι αναπόφευκτη η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Μέχρι να βρουν η Αθήνα και οι πιστωτές της περισσότερους λόγους να συμβιβαστούν, οι χειρότεροι φόβοι τους μπορεί να γίνουν πραγματικότητα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου