Την πήραμε λοιπόν τελικά την περίφημη 5η δόση. Παρά τη χαλαρή μορφή της τηλεδιάσκεψης του Eurogroup (3 Ιουλίου), που επικύρωσε τη συμφωνία, είναι προφανές ότι, για πρώτη φορά από την έναρξη εφαρμογής του μνημονίου, βρεθήκαμε τόσο κοντά στο να μην εγκριθεί η τριμηνιαία εκταμίευση του δανείου και άρα να περιπέσουμε σε στάση πληρωμών.
Από όλες τις κρίσιμες φάσεις που έχει περάσει η χώρα μας τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αυτή ήταν, αν όχι η πιο κρίσιμη, πάντως σίγουρα η πιο επίκινδυνη και η ποιοτικά πιο καθοριστική. Ένα άλλο τοπίο έχουμε σήμερα μπροστά μας, αφού όμως πρώτα κοιτάξαμε την άβυσσο στα μάτια. Λίγο μετακινηθήκαμε, εκείνη όμως όχι - άρα συνεχίζει να μην απέχει πολύ.
Τον τελευταίο μήνα έγιναν μια σειρά άλματα -προς κάθε κατεύθυνση- και στη διεθνή και στην ελληνική σκηνή. Οι ρυθμοί ήταν καταιγιστικοί.
Στο ευρωπαϊκό πεδίο είχαμε:
- Τη σύνδεση της 5ης δόσης με νέα βοήθεια - μνημόνιο, αφού το ΔΝΤ έπαψε να καλύπτεται για το επόμενο έτος, αλλά και η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους κρίνεται πια οριακή.
- Δηλώσεις (και από αρμόδια ελληνικά χείλη) για πιθανότητα «επιστροφής στη δραχμή» και για τη «στιγμή Λίμαν» της ελληνικής, της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας.
- Πιεστικά και συχνά διόλου κομψά αιτήματα - επιταγές για «συναίνεση», τουλάχιστον των δύο μεγάλων ελληνικών κομμάτων, στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης, δηλαδή στη λογική του μνημονίου.
- Εμφάνιση στο προσκήνιο της «πρωτοβουλίας της Βιέννης», δηλαδή της οικειοθελούς επιμήκυνσης των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι ιδιώτες πιστωτές μας, ιδίως τράπεζες.
- Προετοιμασία νέου και πιο αυστηρού μνημονίου, που θα στηρίζει νέο μεγάλο (μπορεί και μεγαλύτερο από τα αρχικά 110 δισ. ευρώ) δανεισμό με διαφορετική και πιο περίπλοκη αρχιτεκτονική, αφού θα συντίθεται από χρήματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στήριξης (EFSF), πόρους από ελληνικές αποκρατικοποιήσεις και επαναγορά ελληνικού χρέους από ιδιώτες.
- Επίσημη γερμανική πρόταση (διά του υπουργού Οικονομικών) για «ήπια αναδιάρθρωση» του ελληνικού χρέους με συμμετοχή ιδιωτών.
- Πρώτη συζήτηση, που δεν την προκάλεσε μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση, για αναπτυξιακή ευρωπαϊκή βοήθεια προς την Ελλάδα, πέραν του δανείου, με ιδέες όπως η προσωρινή μείωση, ως και εκμηδενισμός, της συμμετοχής μας στη συγχρηματοδότηση του ΕΣΠΑ, μια «εμπροσθοβαρής καταβολή» έως και 1 δισ. ευρώ (Μπαρόζο), ένα ειδικό «σχέδιο Μάρσαλ» (Γιούνκερ).
- Νέες υποβαθμίσεις της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας από τη Moody’s και τη Standards & Poor’s, που έφεραν την ελληνική οικονομία ένα μόνο σκαλί πριν από τη χρεοκοπία.
- Δραματικές παρεμβάσεις στήριξης από Σαρκοζί και Ομπάμα, που κάποια στιγμή παρέσυραν και τη Μέρκελ, και αντίστοιχη απόφαση της Κίνας να στηρίξει το ευρώ μπροστά στον φόβο του παγκόσμιου ντόμινο.
- Ανακοίνωση από τη Γαλλία και συμφωνία από τη Γερμανία για ένα σχέδιο μετακύλισης χρέους (rollover) με συμμετοχή ιδιωτών βασιζόμενο στην αποδοχή επανεπένδυσης σε ελληνικά ομόλογα του 70% των ληγόντων ελληνικών ομολόγων με «εγγύηση» την επένδυση του υπόλοιπου 30% σε απολύτως «σίγουρα» ομόλογα έκδοσης του EFSF.
- Αντικατάσταση του Ντομινίκ Στρος-Καν από την Κριστίν Λαγκάρντ στο τιμόνι του ΔΝΤ και πρώτη δήλωση της νέας επικεφαλής που δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι προτεραιότητα του Ταμείου συνεχίζει να είναι η Ελλάδα.
Αλλά και στην ελληνική σκηνή η λέξη «κοσμογονία» σχεδόν κυριολεκτεί :
- Αποτυχία συγκρότησης συναινετικού κλίματος σε ειδικό Συμβούλιο Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (27 Μαΐου).
- Ανακοίνωση προγράμματος εξόδου από την κρίση («Ζάππειο 2») εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αποδομήθηκε χωρίς περιστροφές από την τρόικα: οι μεγάλες φοροαπαλλαγές -πεμπτουσία του προγράμματος και «κόκκινη γραμμή» για τη μη αποδοχή του μνημονίου- κρίθηκαν «μη ρεαλιστικές και ασύμβατες με τους γενικούς στόχους του συμφωνημένου και εφαρμοζόμενου σχεδίου».
- Πρώτο, μετά τις εκλογές του 2009, δημοσκοπικό προσπέρασμα της Νέας Δημοκρατίας (αρχές Ιουνίου), αλλά πάντα με σωρευτικά χαμηλά ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων.
- Εμφάνιση του κινήματος των «αγανακτισμένων» με στρατοπέδευση στην πλατεία Συντάγματος, συχνή παρεμπόδιση βουλευτών και άσκηση αντικοινοβουλευτικής πίεσης με απήχηση στην κοινωνία.
- Επεξεργασία δυνατότητας «απόλυσης» εργαζομένων φορέων του δημοσίου τομέα που πρόκειται να κλείσουν ή να συγχωνευτούν.
- Ανακοίνωση από την κυβέρνηση Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου (2011 - 2015), που περιέχει περαιτέρω μειώσεις μισθών, τακτικές και έκτακτες εισφορές και γενικά μια πρωτοφανή λιτότητα σε βάρος κυρίως αυτών που την υφίσταντο ήδη.
- Επιστολές αγωνίας εντός Βουλής («οι 16» του ΠΑΣΟΚ) και από φορείς της κοινωνίας των πολιτών (πανεπιστημιακούς, διανοούμενους κ.λπ.).
- Παραλίγο συγκρότηση υπηρεσιακής κυβέρνησης κοινής αποδοχής, από τα δύο μεγάλα κόμματα, έπειτα από πρωτοβουλία του πρωθυπουργού (15 Ιουνίου), την οποία τελικά απέσυρε, μάλλον λόγω πιέσεων του στενού του κύκλου.
- Έξοδος από την κοινοβουλευτική ομάδα της συμπολίτευσης (με παραίτηση από την έδρα ή όχι) τεσσάρων ακόμα βουλευτών.
- Ανασχηματισμός με αλλαγή του υπουργού Οικονομικών και τοποθέτηση του έως χθες βασικού εσωκομματικού αντιπάλου του πρωθυπουργού.
- Αποκάλυψη από τον νέο υπουργό Οικονομικών ότι η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική από ό,τι την περιέγραφε ο προκάτοχός του και ότι, για παράδειγμα, τόσο η 5η δόση όσο και η συνολική επιμήκυνση κάθε άλλο παρά είχαν ως τότε «κλειδώσει».
- Ψήφιση από τη Βουλή του μεσοπρόθεσμου και του εφαρμοστικού του νόμου (τα μισά περίπου άρθρα του οποίου υπερψήφισε και η Νέα Δημοκρατία), με ένταση εντός Κοινοβουλίου και εκτεταμένα επεισόδια εκτός.
Όλος αυτός ο στρόβιλος των γεγονότων και των εξελίξεων θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να συνοψιστεί στα ακόλουθα μείζονα συμπεράσματα:
● Οι ρυθμοί εφαρμογής του προγράμματος εξόδου από την κρίση επιβάλλεται να βελτιωθούν σε ταχύτητα και ποιότητα. Στη μέση περίπου της πρώτης χρονιάς εφαρμογής του μνημονίου επήλθε κάτι παραπάνω από «μεταρρυθμιστική κόπωση», μεταρρυθμιστική ατονία.
Με το πέρασμα δύο σημαντικών μεταρρυθμίσεων, που κι αυτές όμως γρήγορα θα χρειαστούν συμπλήρωση, του «Καλλικράτη» και του Ασφαλιστικού, η κυβέρνηση είτε επαναπαύθηκε, είτε το μετάνιωσε, είτε έχασε τον ζήλο της, είτε και όλα αυτά μαζί.
Βγήκαν στην επιφάνεια οι μεγάλες αδυναμίες της: η έλλειψη προετοιμασίας και θεωρητικού υποβάθρου, καθοδήγησης, συλλογικότητας και κέντρου βάρους, η υπερβολικά στενή σύνδεση με κοινωνικές ομάδες (ιδίως σχετικές με το συνδικαλιστικό κίνημα) φύσει και θέσει αντίθετες με τη λογική του εφαρμοζόμενου προγράμματος, η απειρία βασικών υπουργών.
Μαζί με την πανθομολογούμενη βραδύτητα και ελλειμματική λειτουργία μεγάλου τμήματος του κρατικού μηχανισμού (δεν παύω, πάντως, να πιστεύω ότι αν το παράδειγμα δράσης ήταν καλύτερο και οι επιδόσεις της Διοίκησης θα ήταν καλύτερες) και τη στραμμένη αποκλειστικά στα νούμερα και όχι στην κοινωνική πραγματικότητα «συμβολή» της τρόικας, δημιουργήθηκε ένα κλίμα καθυστέρησης και εκ των έσω αντίστασης - χωρίς όμως εναλλακτική πρόταση.
Το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων αποδείχθηκε φάρσα (ένας νόμος-πλαίσιο που δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε και επιμέρους νόμοι, που αναμένονται ακόμη, για την εξειδίκευση, δηλαδή τα «παραθυράκια», κατ’ επάγγελμα), όμως το καίριο πλήγμα στη μεταρρυθμιστική αξιοπιστία της κυβέρνησης δόθηκε με τον τρόπο χειρισμού των αποκρατικοποιήσεων: αρχικά αναγγέλθηκαν, αιτήσει της κυβέρνησης, από την τρόικα, την επόμενη ημέρα διαψεύστηκαν με βδελυγμία από την ίδια την κυβέρνηση που τις είχε παραγγείλει και λίγες ημέρες αργότερα, η ίδια πάντα κυβέρνηση, υπερακόντισε, ανεβάζοντας τα αναμενόμενα έσοδα από 15 σε 50 δισ. για την επόμενη τετραετία.
Επειδή, στην παρούσα φάση, οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν αναμφίβολα όχι μόνο το νέο στοιχείο αλλά τον πυρήνα του προγράμματος, το πώς θα εξελιχθούν αποτελεί την κρισιμότερη δοκιμασία.
Σημασία έχει φυσικά όχι να γίνουν απλώς αποκρατικοποιήσεις (είναι κάθε άλλο παρά πανάκεια), αλλά πώς θα γίνουν, σε τι τιμές, με τι όρους και τι συνέπειες στη βραχυπρόθεσμη αλλά και μεσοπρόθεσμη παραγωγή εθνικού πλούτου. Ως προς όλα αυτά τα σημεία, οι ρυθμίσεις του «εφαρμοστικού νόμου» επιτρέπουν αρκετές αμφιβολίες, ενώ ισχύει και το αξίωμα ότι δεν πουλάς όταν είσαι εξαιρετικά αδύναμος ή ευάλωττος σε πιέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, έχω την αίσθηση ότι η αλλαγή κοινωνικού κλίματος του τελευταίου τριμήνου (από την αναμονή στον βρασμό) συνδέεται με το πενιχρό μεταρρυθμιστικό έργο, σε βαθμό ώστε πρώτο μέλημα της νέας κυβέρνησης, και ιδίως του νέου υπουργού Οικονομικών, να είναι η αναστροφή αυτής της σχέσης. Μόνο που, ως γνωστόν, το γυαλί κολλάει πολύ δυσκολότερα από ό,τι σπάει.
● Η αναδιάρθρωση όχι μόνο είναι πιθανή, αλλά εφαρμόζεται ήδη. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη διορατικότητα, απλώς μελέτη των μεγεθών και των χαρακτηριστικών του ελληνικού χρέους, για να αντιληφθεί κανείς από νωρίς ότι χωρίς κάποιου είδους, τεχνική και πολιτική, επαναδιαπραγμάτευση του συνολικού χρέους και του τρόπου τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας απέναντι στους δανειστές της, με μόνο το διαρκές (αλλά ως πότε;) σπρώξιμο (συνεπώς και αύξηση) των υποχρεώσεων προς τα μπροστά, λύση του προβλήματος δεν ήταν δυνατή.
Για πολλούς μήνες, η αναδιάρθρωση, που φυσικά δεν είναι μιας μόνο μορφής διαδικασία ή απόφαση, αποκρουόταν κατηγορηματικά, ακόμα και ως ενδεχόμενο, από όλες τις αρμόδιες αρχές, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Με την πρώτη εμφάνιση (πάνω στο εξάμηνο περίπου) ενδείξεων ότι, παρά τις φιλότιμες ελληνικές προσπάθειες, και ακόμα και αν αυτές ευοδώνονταν σε βαθμό πρωτοφανή, τα μέτρα του μνημονίου οδηγούσαν, ειδικά ως προς το χρέος, σε φαύλο κύκλο χωρίς επιστροφή, η λέξη και η έννοια άρχισαν να προφέρονται από διεθνή χείλη (και κάποιους «αντι-συστημικούς» εγχώριους οικονομολόγους ή οικονομολογούντες).
Κάποια στιγμή φλέρταρε με την αναδιάρθρωση, στο όνομα της Ένωσης (γιατί Μπαρόζο και Βαν Ρομπάι απλώς ακολουθούν ασθμαίνοντες), και ο πολύς -και έμπρακτα πολύ «φίλιος»- κύριος Γιούνκερ.
Η μεγάλη ποιοτική αλλαγή ήρθε με την επίσημη γερμανική πρόταση του τελευταίου μήνα, που έσπασε μεμιάς δύο μεγάλα ταμπού: για την ίδια την αναδιάρθρωση και για τον αποκλειστικά κρατικό χαρακτήρα της βοήθειας προς την Ελλάδα.
Φυσικά, η γερμανική πρόταση (που διατυπώθηκε διά στόματος Σόιμπλε, αλλά προετοιμάστηκε με βεβαιότητα από τις τράπεζες, που παράλληλα ξεφορτώνονται με ταχείς ρυθμούς ελληνικά ομόλογα), δεν είναι διόλου τυχαία: η γερμανική κυβέρνηση, για να επιβιώσει του ελληνικού προβλήματος, γνωρίζει ότι πρέπει πάση θυσία να βάλει και τους ιδιώτες στη χασούρα.
Φυσικά, γίνεται λόγος για «ήπια» αναδιάρθρωση, που θα λαμβάνεται μάλιστα κάθε δυνατή πρόνοια ώστε να μη συνιστά «πιστωτικό γεγονός» (παρότι οι οίκοι αξιολόγησης καραδοκούν για να χαρακτηρίσουν οτιδήποτε πιστωτικό γεγονός).
Λίγο λιγότερο φυσικά, μιας και στους όψιμους αρνητές της συμπεριλαμβάνονται τώρα οι ομοτράπεζοι του κυρίου Γιούνκερ, η πρόταση «αποσύρθηκε» από τα ευρωπαϊκά όργανα, ενώ συνεχίζει (για λόγους εντυπώσεων) να θεωρείται ανεπιθύμητη στην τελευταία έκθεση της τρόικας για την Ελλάδα.
Όμως, η λογική της συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης όχι μόνο προχωρά, αλλά γνωρίζει και απτές εφαρμογές: επιμήκυνση αποπληρωμής του πρώτου μνημονίου, rollover ομολόγων, «πρωτοβουλία της Βιέννης», σύναψη νέου δανείου με όρους και για την αποπληρωμή του παλιού.
Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι αν θα υπάρξει αναδιάρθρωση, αλλά τι μορφής θα είναι, και ιδίως αν θα προέλθει έπειτα από διαπραγμάτευση, συνεννόηση και με συνολική για την ευρωζώνη πολιτική λογική, ή αν θα είναι τυχαία, χαοτική, τη στιγμή του ορίου και με αυξημένες πιθανότητες να δυσκολέψει την Ελλάδα αλλά και να ανάψει το φιτίλι του συστημικού κινδύνου στην ευρωζώνη.
● Η ανάπτυξη δεν είναι πια κάτι το απροσδιόριστο. Όλοι το γνωρίζουν ή το έχουν καταλάβει: το άρτι ψηφισθέν μεσοπρόθεσμο δεν έχει ίχνος αναπτυξιακής λογικής και προοπτικής. Κύκνειο άσμα ενός ολόκληρου πολιτικού κύκλου -αυτό επιχειρώ να καταδείξω από την αρχή τούτης της ανάλυσης- φτιάχτηκε για να απαντήσει, και μάλιστα με τρόπο θεωρητικό, σε άλλες ανάγκες.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Παρά τη μέγκενη και τα λογής εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, στον χρόνο αυτόν κάτι κινήθηκε (εξαγωγές, τουρισμός, ναυτιλία -τα δύο τελευταία έστω και με την ανεξήγητη υποτίμηση που τους επιφυλάσσει η κυβερνητική πολτική, με αποκορύφωμα το «μπες-βγες» του υπουργείου Ναυτιλίας). Από την άλλη, τα προβλήματα (ύφεση, ανεργία, κλείσιμο επιχειρήσεων, βύθιση εμπορίου) είναι ήδη τόσο εμφανή και θα καταστούν τόσο αποσαθρωτικά, που θα συνιστούσε παραπάνω από αμέλεια να μην καταβληθεί προσπάθεια κινήσεις σαν τις παραπάνω να μην ενισχυθούν και επεκταθούν.
Το κατάλαβαν οι εταίροι μας που ενσωμάτωσαν, καθυστερημένα, τον παράγοντα «ανάπτυξη» στην εξίσωση της δικής του βοήθειας: η Ευρώπη μιλά για «αναπτυξιακή διευκόλυνση», ακόμα και για «σχέδιο Μάρσαλ», μεμονωμένες χώρες μας κλείνουν το μάτι σε ειδικούς τομείς (όπως η κατά τα άλλα αυστηρή Γερμανία για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, για τις οποίες θα πρέπει κάποια στιγμή να περάσουμε από τα πράσινα λόγια στην πράξη).
Το είχε υπαινιχθεί, πριν ακόμα αναλάβει τα σημερινά του καθήκοντα, ο νέος υπουργός Οικονομικών. Το διατύπωσε και θεσμικά (πιθανώς με συλλογική πένα) ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη (1 Ιουλίου) επιστολή του προς τον κύριο Μπαρόζο, όπου θέτει τους άξονες της «μετά-μεσοπρόθεσμον» εποχής: προσαρμογή επιχειρήσεων και Διοίκησης σε μια άλλου είδους επιχειρηματική λογική - συμβολή Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων - συμμετοχή Ελλήνων και Ευρωπαίων ιδιωτών στην «πραγματική οικονομία» - «επανασχεδίαση» (να μια λέξη που θα έπρεπε να ακούγεται όλο και πιο συχνά) προγραμμάτων και μέτρων για την ενίσχυση της απασχόλησης - οργανωμένη μεταφορά τεχνογνωσίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τυπικές (Σύμφωνα) ή άτυπες μορφές.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση, στη νέα φάση, διαθέτει ένα μεγάλο ατού, που δεν πρέπει να αφήσει ανεκμετάλλευτο: τη συνειδητοποίηση όλων ότι χωρίς προϋποθέσεις ανάπτυξης το παιχνίδι είναι χαμένο. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι, τις ίδιες μέρες που συναντούσε την κατηγορηματική άρνηση των εταίρων μας για αλλαγή των βασικών παραδοχών του μεσοπρόθεσμου, ο νέος υπουργός Οικονομικών άκουγε τα ίδια πρόσωπα να του λένε (ίσως όχι με αυτά ακριβώς τα λόγια): «για το νέο μνημόνιο, προτείνετέ μας, αλλάξτε πράγματα, τολμήστε» (προσοχή, όμως: κατά δήλωση των ιδίων -βλ. στα ΝΕΑ, 18 - 19 Ιουνίου 2011-, δεν έχουν ακόμα δεχτεί σχετικό ελληνικό αίτημα).
Μια Ευρώπη που αλλάζει στάση (ξαφνικά μιλάμε ακόμα για έναν κοινό «υπουργό Οικονομικών»), μια κοινωνία που, για λίγο ακόμα, ίσως περιμένει, διδάγματα ενός ολόκληρου χρόνου ικανά να δώσουν έναυσμα για συνειδητοποιήσεις και μεταστροφές: η ανασχηματισμένη κυβέρνηση διαθέτει κάποιες βάσεις για μια τελευταία «νέα αρχή», δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για αλλαγή πολιτικής χωρίς αλλαγή πλαισίου. Βασικός της αντίπαλος, πέραν του κακού της εαυτού, είναι ασφαλώς ο χρόνος, που πιέζει αδυσώπητα για πειστικές πράξεις.
- Ανακοίνωση προγράμματος εξόδου από την κρίση («Ζάππειο 2») εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αποδομήθηκε χωρίς περιστροφές από την τρόικα: οι μεγάλες φοροαπαλλαγές -πεμπτουσία του προγράμματος και «κόκκινη γραμμή» για τη μη αποδοχή του μνημονίου- κρίθηκαν «μη ρεαλιστικές και ασύμβατες με τους γενικούς στόχους του συμφωνημένου και εφαρμοζόμενου σχεδίου».
- Πρώτο, μετά τις εκλογές του 2009, δημοσκοπικό προσπέρασμα της Νέας Δημοκρατίας (αρχές Ιουνίου), αλλά πάντα με σωρευτικά χαμηλά ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων.
- Εμφάνιση του κινήματος των «αγανακτισμένων» με στρατοπέδευση στην πλατεία Συντάγματος, συχνή παρεμπόδιση βουλευτών και άσκηση αντικοινοβουλευτικής πίεσης με απήχηση στην κοινωνία.
- Επεξεργασία δυνατότητας «απόλυσης» εργαζομένων φορέων του δημοσίου τομέα που πρόκειται να κλείσουν ή να συγχωνευτούν.
- Ανακοίνωση από την κυβέρνηση Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου (2011 - 2015), που περιέχει περαιτέρω μειώσεις μισθών, τακτικές και έκτακτες εισφορές και γενικά μια πρωτοφανή λιτότητα σε βάρος κυρίως αυτών που την υφίσταντο ήδη.
- Επιστολές αγωνίας εντός Βουλής («οι 16» του ΠΑΣΟΚ) και από φορείς της κοινωνίας των πολιτών (πανεπιστημιακούς, διανοούμενους κ.λπ.).
- Παραλίγο συγκρότηση υπηρεσιακής κυβέρνησης κοινής αποδοχής, από τα δύο μεγάλα κόμματα, έπειτα από πρωτοβουλία του πρωθυπουργού (15 Ιουνίου), την οποία τελικά απέσυρε, μάλλον λόγω πιέσεων του στενού του κύκλου.
- Έξοδος από την κοινοβουλευτική ομάδα της συμπολίτευσης (με παραίτηση από την έδρα ή όχι) τεσσάρων ακόμα βουλευτών.
- Ανασχηματισμός με αλλαγή του υπουργού Οικονομικών και τοποθέτηση του έως χθες βασικού εσωκομματικού αντιπάλου του πρωθυπουργού.
- Αποκάλυψη από τον νέο υπουργό Οικονομικών ότι η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική από ό,τι την περιέγραφε ο προκάτοχός του και ότι, για παράδειγμα, τόσο η 5η δόση όσο και η συνολική επιμήκυνση κάθε άλλο παρά είχαν ως τότε «κλειδώσει».
- Ψήφιση από τη Βουλή του μεσοπρόθεσμου και του εφαρμοστικού του νόμου (τα μισά περίπου άρθρα του οποίου υπερψήφισε και η Νέα Δημοκρατία), με ένταση εντός Κοινοβουλίου και εκτεταμένα επεισόδια εκτός.
Όλος αυτός ο στρόβιλος των γεγονότων και των εξελίξεων θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να συνοψιστεί στα ακόλουθα μείζονα συμπεράσματα:
● Οι ρυθμοί εφαρμογής του προγράμματος εξόδου από την κρίση επιβάλλεται να βελτιωθούν σε ταχύτητα και ποιότητα. Στη μέση περίπου της πρώτης χρονιάς εφαρμογής του μνημονίου επήλθε κάτι παραπάνω από «μεταρρυθμιστική κόπωση», μεταρρυθμιστική ατονία.
Με το πέρασμα δύο σημαντικών μεταρρυθμίσεων, που κι αυτές όμως γρήγορα θα χρειαστούν συμπλήρωση, του «Καλλικράτη» και του Ασφαλιστικού, η κυβέρνηση είτε επαναπαύθηκε, είτε το μετάνιωσε, είτε έχασε τον ζήλο της, είτε και όλα αυτά μαζί.
Βγήκαν στην επιφάνεια οι μεγάλες αδυναμίες της: η έλλειψη προετοιμασίας και θεωρητικού υποβάθρου, καθοδήγησης, συλλογικότητας και κέντρου βάρους, η υπερβολικά στενή σύνδεση με κοινωνικές ομάδες (ιδίως σχετικές με το συνδικαλιστικό κίνημα) φύσει και θέσει αντίθετες με τη λογική του εφαρμοζόμενου προγράμματος, η απειρία βασικών υπουργών.
Μαζί με την πανθομολογούμενη βραδύτητα και ελλειμματική λειτουργία μεγάλου τμήματος του κρατικού μηχανισμού (δεν παύω, πάντως, να πιστεύω ότι αν το παράδειγμα δράσης ήταν καλύτερο και οι επιδόσεις της Διοίκησης θα ήταν καλύτερες) και τη στραμμένη αποκλειστικά στα νούμερα και όχι στην κοινωνική πραγματικότητα «συμβολή» της τρόικας, δημιουργήθηκε ένα κλίμα καθυστέρησης και εκ των έσω αντίστασης - χωρίς όμως εναλλακτική πρόταση.
Το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων αποδείχθηκε φάρσα (ένας νόμος-πλαίσιο που δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε και επιμέρους νόμοι, που αναμένονται ακόμη, για την εξειδίκευση, δηλαδή τα «παραθυράκια», κατ’ επάγγελμα), όμως το καίριο πλήγμα στη μεταρρυθμιστική αξιοπιστία της κυβέρνησης δόθηκε με τον τρόπο χειρισμού των αποκρατικοποιήσεων: αρχικά αναγγέλθηκαν, αιτήσει της κυβέρνησης, από την τρόικα, την επόμενη ημέρα διαψεύστηκαν με βδελυγμία από την ίδια την κυβέρνηση που τις είχε παραγγείλει και λίγες ημέρες αργότερα, η ίδια πάντα κυβέρνηση, υπερακόντισε, ανεβάζοντας τα αναμενόμενα έσοδα από 15 σε 50 δισ. για την επόμενη τετραετία.
Επειδή, στην παρούσα φάση, οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν αναμφίβολα όχι μόνο το νέο στοιχείο αλλά τον πυρήνα του προγράμματος, το πώς θα εξελιχθούν αποτελεί την κρισιμότερη δοκιμασία.
Σημασία έχει φυσικά όχι να γίνουν απλώς αποκρατικοποιήσεις (είναι κάθε άλλο παρά πανάκεια), αλλά πώς θα γίνουν, σε τι τιμές, με τι όρους και τι συνέπειες στη βραχυπρόθεσμη αλλά και μεσοπρόθεσμη παραγωγή εθνικού πλούτου. Ως προς όλα αυτά τα σημεία, οι ρυθμίσεις του «εφαρμοστικού νόμου» επιτρέπουν αρκετές αμφιβολίες, ενώ ισχύει και το αξίωμα ότι δεν πουλάς όταν είσαι εξαιρετικά αδύναμος ή ευάλωττος σε πιέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, έχω την αίσθηση ότι η αλλαγή κοινωνικού κλίματος του τελευταίου τριμήνου (από την αναμονή στον βρασμό) συνδέεται με το πενιχρό μεταρρυθμιστικό έργο, σε βαθμό ώστε πρώτο μέλημα της νέας κυβέρνησης, και ιδίως του νέου υπουργού Οικονομικών, να είναι η αναστροφή αυτής της σχέσης. Μόνο που, ως γνωστόν, το γυαλί κολλάει πολύ δυσκολότερα από ό,τι σπάει.
● Η αναδιάρθρωση όχι μόνο είναι πιθανή, αλλά εφαρμόζεται ήδη. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη διορατικότητα, απλώς μελέτη των μεγεθών και των χαρακτηριστικών του ελληνικού χρέους, για να αντιληφθεί κανείς από νωρίς ότι χωρίς κάποιου είδους, τεχνική και πολιτική, επαναδιαπραγμάτευση του συνολικού χρέους και του τρόπου τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας απέναντι στους δανειστές της, με μόνο το διαρκές (αλλά ως πότε;) σπρώξιμο (συνεπώς και αύξηση) των υποχρεώσεων προς τα μπροστά, λύση του προβλήματος δεν ήταν δυνατή.
Για πολλούς μήνες, η αναδιάρθρωση, που φυσικά δεν είναι μιας μόνο μορφής διαδικασία ή απόφαση, αποκρουόταν κατηγορηματικά, ακόμα και ως ενδεχόμενο, από όλες τις αρμόδιες αρχές, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Με την πρώτη εμφάνιση (πάνω στο εξάμηνο περίπου) ενδείξεων ότι, παρά τις φιλότιμες ελληνικές προσπάθειες, και ακόμα και αν αυτές ευοδώνονταν σε βαθμό πρωτοφανή, τα μέτρα του μνημονίου οδηγούσαν, ειδικά ως προς το χρέος, σε φαύλο κύκλο χωρίς επιστροφή, η λέξη και η έννοια άρχισαν να προφέρονται από διεθνή χείλη (και κάποιους «αντι-συστημικούς» εγχώριους οικονομολόγους ή οικονομολογούντες).
Κάποια στιγμή φλέρταρε με την αναδιάρθρωση, στο όνομα της Ένωσης (γιατί Μπαρόζο και Βαν Ρομπάι απλώς ακολουθούν ασθμαίνοντες), και ο πολύς -και έμπρακτα πολύ «φίλιος»- κύριος Γιούνκερ.
Η μεγάλη ποιοτική αλλαγή ήρθε με την επίσημη γερμανική πρόταση του τελευταίου μήνα, που έσπασε μεμιάς δύο μεγάλα ταμπού: για την ίδια την αναδιάρθρωση και για τον αποκλειστικά κρατικό χαρακτήρα της βοήθειας προς την Ελλάδα.
Φυσικά, η γερμανική πρόταση (που διατυπώθηκε διά στόματος Σόιμπλε, αλλά προετοιμάστηκε με βεβαιότητα από τις τράπεζες, που παράλληλα ξεφορτώνονται με ταχείς ρυθμούς ελληνικά ομόλογα), δεν είναι διόλου τυχαία: η γερμανική κυβέρνηση, για να επιβιώσει του ελληνικού προβλήματος, γνωρίζει ότι πρέπει πάση θυσία να βάλει και τους ιδιώτες στη χασούρα.
Φυσικά, γίνεται λόγος για «ήπια» αναδιάρθρωση, που θα λαμβάνεται μάλιστα κάθε δυνατή πρόνοια ώστε να μη συνιστά «πιστωτικό γεγονός» (παρότι οι οίκοι αξιολόγησης καραδοκούν για να χαρακτηρίσουν οτιδήποτε πιστωτικό γεγονός).
Λίγο λιγότερο φυσικά, μιας και στους όψιμους αρνητές της συμπεριλαμβάνονται τώρα οι ομοτράπεζοι του κυρίου Γιούνκερ, η πρόταση «αποσύρθηκε» από τα ευρωπαϊκά όργανα, ενώ συνεχίζει (για λόγους εντυπώσεων) να θεωρείται ανεπιθύμητη στην τελευταία έκθεση της τρόικας για την Ελλάδα.
Όμως, η λογική της συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης όχι μόνο προχωρά, αλλά γνωρίζει και απτές εφαρμογές: επιμήκυνση αποπληρωμής του πρώτου μνημονίου, rollover ομολόγων, «πρωτοβουλία της Βιέννης», σύναψη νέου δανείου με όρους και για την αποπληρωμή του παλιού.
Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι αν θα υπάρξει αναδιάρθρωση, αλλά τι μορφής θα είναι, και ιδίως αν θα προέλθει έπειτα από διαπραγμάτευση, συνεννόηση και με συνολική για την ευρωζώνη πολιτική λογική, ή αν θα είναι τυχαία, χαοτική, τη στιγμή του ορίου και με αυξημένες πιθανότητες να δυσκολέψει την Ελλάδα αλλά και να ανάψει το φιτίλι του συστημικού κινδύνου στην ευρωζώνη.
● Η ανάπτυξη δεν είναι πια κάτι το απροσδιόριστο. Όλοι το γνωρίζουν ή το έχουν καταλάβει: το άρτι ψηφισθέν μεσοπρόθεσμο δεν έχει ίχνος αναπτυξιακής λογικής και προοπτικής. Κύκνειο άσμα ενός ολόκληρου πολιτικού κύκλου -αυτό επιχειρώ να καταδείξω από την αρχή τούτης της ανάλυσης- φτιάχτηκε για να απαντήσει, και μάλιστα με τρόπο θεωρητικό, σε άλλες ανάγκες.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Παρά τη μέγκενη και τα λογής εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, στον χρόνο αυτόν κάτι κινήθηκε (εξαγωγές, τουρισμός, ναυτιλία -τα δύο τελευταία έστω και με την ανεξήγητη υποτίμηση που τους επιφυλάσσει η κυβερνητική πολτική, με αποκορύφωμα το «μπες-βγες» του υπουργείου Ναυτιλίας). Από την άλλη, τα προβλήματα (ύφεση, ανεργία, κλείσιμο επιχειρήσεων, βύθιση εμπορίου) είναι ήδη τόσο εμφανή και θα καταστούν τόσο αποσαθρωτικά, που θα συνιστούσε παραπάνω από αμέλεια να μην καταβληθεί προσπάθεια κινήσεις σαν τις παραπάνω να μην ενισχυθούν και επεκταθούν.
Το κατάλαβαν οι εταίροι μας που ενσωμάτωσαν, καθυστερημένα, τον παράγοντα «ανάπτυξη» στην εξίσωση της δικής του βοήθειας: η Ευρώπη μιλά για «αναπτυξιακή διευκόλυνση», ακόμα και για «σχέδιο Μάρσαλ», μεμονωμένες χώρες μας κλείνουν το μάτι σε ειδικούς τομείς (όπως η κατά τα άλλα αυστηρή Γερμανία για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, για τις οποίες θα πρέπει κάποια στιγμή να περάσουμε από τα πράσινα λόγια στην πράξη).
Το είχε υπαινιχθεί, πριν ακόμα αναλάβει τα σημερινά του καθήκοντα, ο νέος υπουργός Οικονομικών. Το διατύπωσε και θεσμικά (πιθανώς με συλλογική πένα) ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη (1 Ιουλίου) επιστολή του προς τον κύριο Μπαρόζο, όπου θέτει τους άξονες της «μετά-μεσοπρόθεσμον» εποχής: προσαρμογή επιχειρήσεων και Διοίκησης σε μια άλλου είδους επιχειρηματική λογική - συμβολή Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων - συμμετοχή Ελλήνων και Ευρωπαίων ιδιωτών στην «πραγματική οικονομία» - «επανασχεδίαση» (να μια λέξη που θα έπρεπε να ακούγεται όλο και πιο συχνά) προγραμμάτων και μέτρων για την ενίσχυση της απασχόλησης - οργανωμένη μεταφορά τεχνογνωσίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τυπικές (Σύμφωνα) ή άτυπες μορφές.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση, στη νέα φάση, διαθέτει ένα μεγάλο ατού, που δεν πρέπει να αφήσει ανεκμετάλλευτο: τη συνειδητοποίηση όλων ότι χωρίς προϋποθέσεις ανάπτυξης το παιχνίδι είναι χαμένο. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι, τις ίδιες μέρες που συναντούσε την κατηγορηματική άρνηση των εταίρων μας για αλλαγή των βασικών παραδοχών του μεσοπρόθεσμου, ο νέος υπουργός Οικονομικών άκουγε τα ίδια πρόσωπα να του λένε (ίσως όχι με αυτά ακριβώς τα λόγια): «για το νέο μνημόνιο, προτείνετέ μας, αλλάξτε πράγματα, τολμήστε» (προσοχή, όμως: κατά δήλωση των ιδίων -βλ. στα ΝΕΑ, 18 - 19 Ιουνίου 2011-, δεν έχουν ακόμα δεχτεί σχετικό ελληνικό αίτημα).
Μια Ευρώπη που αλλάζει στάση (ξαφνικά μιλάμε ακόμα για έναν κοινό «υπουργό Οικονομικών»), μια κοινωνία που, για λίγο ακόμα, ίσως περιμένει, διδάγματα ενός ολόκληρου χρόνου ικανά να δώσουν έναυσμα για συνειδητοποιήσεις και μεταστροφές: η ανασχηματισμένη κυβέρνηση διαθέτει κάποιες βάσεις για μια τελευταία «νέα αρχή», δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για αλλαγή πολιτικής χωρίς αλλαγή πλαισίου. Βασικός της αντίπαλος, πέραν του κακού της εαυτού, είναι ασφαλώς ο χρόνος, που πιέζει αδυσώπητα για πειστικές πράξεις.
1 σχόλιο:
Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα.
Αναρωτιέμαι.
Ο Γιάννης Ρίτσος όταν έγραφε αυτό το αριστούργημα, την Ελλάδα και τους Έλληνες είχε στο μυαλό του;
Δημοσίευση σχολίου