Σήμερα, προέχει να σωθούμε. Πώς όμως ; Το θέμα είναι τεράστιο, συγχωρήστε λοιπόν τη συντόμευση και την απλούστευση. Άλλωστε, το απλό δεν είναι αναγκαστικά απλοϊκό.
Πιστεύω ότι η φυγή από το Ευρώ είναι το κακό σενάριο. Με αυτό θα προχωρήσω τώρα. Ύστερα, θα επανέλθω με το καλό σενάριο. Για να παρηγορηθούμε, έστω με χίμαιρες, έστω με ουτοπίες.
ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ – ΑΛΛΩΣ, «ΖΗΤΩ Η ΔΡΑΧΜΗ» !...
Για να δούμε τι περίπου μπορεί να συμβεί με το κακό σενάριο, αρκεί να θυμηθούμε τι συνέβαινε μόλις λίγα χρόνια πριν από το Ευρώ – σχεδόν χθες.
Πριν από το Ευρώ, για μία, δύο ή πέντε δεκαετίες, όσες θέλετε, ο δανεισμός από το εξωτερικό σε ξένο νόμισμα ήταν σχεδόν ανέφικτος και πανάκριβος. Ήταν και επικίνδυνος : η δραχμή έχανε συνεχώς την αξία της. Άρα, αυξανόταν συνεχώς και η αξία του χρέους σε δραχμές.
Για παράδειγμα, έστω ένα υποθετικό δάνειο σε δολάρια, βραχυπρόθεσμο και έστω ότι το κράτος το εισέπραξε μια μέρα, κατά την οποία η αξία του αντιστοιχούσε σε 100 εκατομμύρια δραχμές. Για να το εξοφλήσει σε τρεις μήνες, μπορεί να χρειαζόταν το ίδιο ακριβώς ποσό σε δραχμές – αν τυχόν δεν είχε υποτιμηθεί η δραχμή στο μεταξύ. Αλλά σε τρία χρόνια, κινδύνευε να χρειαστεί 150 αντί για 100 εκατομμύρια.
Επομένως :
— Ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για το κράτος να δανειστεί σε ξένο νόμισμα και αν το έκανε, διόγκωνε ακόμη περισσότερο το χρέος του, φορτωνόταν ασήκωτο βάρος τοκοχρεολυσίων και διακινδύνευε νέα παύση πληρωμών. Επομένως, μόνη σχεδόν λύση ήταν να δανείζεται σε δραχμές και προφανώς ήταν ευκολότερο να δανείζεται δραχμές στην εγχώρια, ελληνική αγορά. Έτσι, πλήρωνε βεβαίως πανύψηλα επιτόκια : πράγματι, μεταξύ 1972 και 1992 πλήρωνε περίπου 10% με 20%.
— Το 1993, το κράτος έφτασε να πληρώνει έως και 23% για έντοκα γραμμάτια μόλις 12 έως 24 μηνών.
— Αντιστοίχως, το 1993 οι επιχειρήσεις δανείζονταν από τις τράπεζες προς 27% - 29% επισήμως και το πραγματικό, ενίοτε και «ανεπίσημο», επιτόκιο ήταν ακόμη υψηλότερο. Προφανώς, αυτά καθόριζαν τις τιμές και στη μαύρη αγορά της τοκογλυφίας, η οποία ανθούσε στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Εκεί, τα επιτόκια άρχιζαν από το 30% και έφταναν στο 42%, ακόμη και για μεσαίες επιχειρήσεις.
— Αυτά, όμως, καθόριζαν και το γενικό επίπεδο των τιμών, τόσο για τον καταναλωτή όσο και για τον εξαγωγέα, εξουδετερώνοντας μεσοχρονίως και το περίφημο θεωρητικό «πλεονέκτημα» της υποτίμησης του νομίσματος : δήθεν φθηνότερες εξαγωγές.
Σχεδόν ταυτοχρόνως, πάντοτε πριν από το Ευρώ, περάσαμε 30 χρόνια με διολίσθηση ή με απότομες υποτιμήσεις της δραχμής.
Επομένως :
— Πανάκριβα εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα, που αύξαναν το κόστος ζωής όλων.
— Τεράστιο κόστος εισαγόμενων αγαθών τα οποία ήταν ζωτικά για την ανάπτυξη όλων των τομέων της οικονομίας και κυρίως του βιομηχανικού : πετρέλαιο, πρώτες ύλες ενεργειακές και βιομηχανικές, μηχανολογικός εξοπλισμός, προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας.
Χωρίς το Ευρώ, μεταξύ 1973 και 1993, ο δείκτης τιμών καταναλωτή, δηλαδή ο πληθωρισμός, αυξανόταν πάνω από 10% ετησίως, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το 1990 έφτασε ένα μέγιστο 24%.
Επομένως :
— το κόστος ζωής περίπου τριπλασιάστηκε σε αυτό το διάστημα.
— οι φτωχοί κυνηγούσαν τον τιμάριθμο και οι πολύ φτωχοί σχεδόν πεινούσαν, ως συνήθως.
Ανακεφαλαιώνω τώρα τις συνέπειες που είχαν όλες μαζί οι παραπάνω συνθήκες, αλληλένδετες.
— Αύξηση τιμών και μισθών.
— Αύξηση κόστους παραγωγής.
— Αποβιομηχάνιση.
— Υποτίμηση.
Τέσσερις φαύλοι κύκλοι ; Όχι ακριβώς. Πολλαπλές φαύλες σπείρες, που τέμνονται μεταξύ τους και αλληλοενισχύονται – για χρόνια ή και δεκαετίες. Αυτές τις φαύλες σπείρες, ας μη γελιόμαστε, τις δημιούργησε βαθμιαίως, εδώ και δύο σχεδόν αιώνες, ένα Λερναίον Κράτος ικανό να κατασπαράξει την σάρκα εκ της σαρκός του, την ίδια την κυβέρνησή του, ικανό να διαφθείρει και αυτήν και τους υπηκόους του, κράτος εκμαυλιστικό, άσωτο, αδηφάγο και βαθύτατα αυταρχικό.
Παρόμοιες φαύλες σπείρες θα γεννούσε μια ηρωική έξοδος από το Ευρώ και η θριαμβευτική επιστροφή στη δραχμή. Είναι το κακό σενάριο και ας μη το θεωρούμε εξωπραγματικό και αδύνατο. Υπάρχουν ανεγκέφαλοι που ήδη προτείνουν δημοψήφισμα υπάρχουν αφελείς που θα μπορούσαν να δεχθούν ένα δημοψήφισμα, ως δήθεν «δημοκρατικό» ενώ το δίλημμα ανάμεσα στο ναι και στο όχι σπανίως λειτουργεί δημοκρατικά. Διότι είναι ισοπεδωτικό, απλοϊκό, παραπλανητικό. Όταν μάλιστα τίθεται για καίρια, ζωτικά ζητήματα, όταν επιπλέον τίθεται σε στιγμές κρίσιμες για την επιβίωση ενός δημοκρατικού καθεστώτος, μέσα στο οξύ κλίμα και στις στενές προθεσμίες μιας εκλογικής διαδικασίας, αποκλείει τον ουσιαστικό διάλογο και οδηγεί πολλούς ψηφοφόρους, ίσως τους περισσότερους, σε ψήφο συναισθηματική, φανατική και άκριτη.
Ας φανταστούμε τώρα τι αντιτάσσουν σε όλα αυτά οι αφελείς και οι φαύλοι. Είναι αυτά που ήδη ακούγονται : «και όμως, με τη δραχμή επέζησε η οικονομία, τα βγάλαμε πέρα, πολλοί πλούτισαν κιόλας». Μάλιστα. Γιατί όμως επέζησε ; Άραγε τα βγάλαμε πέρα χάρη στη δραχμή ή για άλλους λόγους ;
Ιδού λοιπόν τι μας έσωσε από το 1980 και μετά, μέχρι που μας πήραν είδηση:
— Τα τεράστια ευρωπαϊκά κονδύλια, δυστυχώς σπαταλημένα ως επί το πλείστον.
— Οι μετανάστες, εργάτες και κυρίως καταναλωτές των αγαθών πρώτης ανάγκης και συνήθως κακής ποιότητας που κατασκεύαζε η ελληνική βιομηχανία.
— Ο άναρχος τουρισμός, με τίμημα την οικιστική, οικολογική και πολιτισμική καταστροφή.
— Οι άναρχες πωλήσεις γης σε αλλοδαπούς.
— Το πρόγραμμα σταθεροποίησης του 1996.
— Και κυρίως, το Ευρώ και ο φθηνός δανεισμός μετά το 2002.
Μετά ήλθαν οι τεράστιες σπατάλες των Ολυμπιακών Αγώνων και το οικονομικό παραλήρημα, κυρίως το 2008 και 2009.
Καλύτερα να μη συνεχίσω.
ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΕΝΑΡΙΟ – ΑΛΛΩΣ, «ΟΥΤΟΠΙΑ ΠΙΘΑΝΗ»...
Ας δούμε τώρα το καλό σενάριο, έστω και αν πρόκειται για χίμαιρα, ή για ουτοπία. Με αυτή την εκδοχή, η εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας θα τηρήσει απαρεγκλίτως και για αρκετά χρόνια την πολιτική περιορισμού του Λερναίου Κράτους και θα αντισταθμίσει την αναπόφευκτη ύφεση με μια ευρεία πολιτική οικονομικής ανάπτυξης – πάντοτε με νόμισμα το Ευρώ, φυσικά.
Θα ήταν αστείο να προτείνω έστω και ένα περίγραμμα αναπτυξιακής πολιτικής. Θα αναφέρω απλώς ορισμένες από τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, αυτές που θεωρώ χαρακτηριστικές και ενδεικτικές. Από αυτές, ορισμένες τις έχουν ήδη αναφέρει και άλλοι – άλλες...
Σήμερα, είμαστε ακόμη στην πρώτη φάση του κακού σεναρίου : στην βαθιά ύφεση που ακολουθεί φυσιολογικά την προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα και να περικόψει τις δαπάνες ενός κράτους που ουσιαστικά έχει πτωχεύσει και έχει αποκλειστεί από τις αγορές.
Η ύφεση μειώνει τις κρατικές εισπράξεις άρα και τις δυνατότητες αποπληρωμής του χρέους. Είναι μία από τις φαύλες σπείρες που οδηγούν στην πτώχευση. Σε τέτοιες περιστάσεις, η μόνη διέξοδος που έχει η οποιαδήποτε κυβέρνηση, είναι η φυγή προς τα εμπρός, προς την ανάπτυξη. Αυτή είναι και η μόνη διέξοδος που έχει η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση – αλλά την έχει σήμερα και θα την έχει ακόμη για ένα χρόνο το πολύ.
Πιο συγκεκριμένα, έχει ακόμη τη δυνατότητα να μελετήσει επειγόντως μια τολμηρή και ευρεία αναπτυξιακή πολιτική, να αναγγείλει το ταχύτερο ένα αντίστοιχο λεπτομερειακό πρόγραμμα και να αρχίσει να το εφαρμόζει εξίσου σύντομα και σοβαρά. Μια τέτοια εξέλιξη, μάλιστα, θα εξασφάλιζε και ένα παράπλευρο, άμεσο και ανεκτίμητο όφελος : θα έπειθε τις αγορές πολύ περισσότερο και από αυτήν ακόμη την πολιτική λιτότητας.
Μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν δυσχερέστατη, επειδή θα απαιτούσε τρεις σχεδόν αδύνατες προϋποθέσεις. Πρώτον, σκληρή δουλειά εκατοντάδων ανθρώπων με γνώσεις και αποδεδειγμένες ικανότητες. Δεύτερον, κλίμα πανστρατιάς που θα τους ενέπνεε αποφασιστικότητα και ενθουσιασμό. Τρίτο και τελευταίο, ευρεία συναίνεση.
Θεωρώ τις προϋποθέσεις αυτές «σχεδόν αδύνατες» επειδή εξαρτώνται, αφενός, από την αυταπάρνηση και τη σοβαρότητα των παλαιών πολιτικών δυνάμεων και αφετέρου, από την αυταπάρνηση και την εντιμότητα των νέων πολιτικών δυνάμεων που οπωσδήποτε θα εμφανιστούν. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, είναι εν μέρει πιθανό : οι κοινωνίες απεχθάνονται το κενό, όπως η Φύση, έτσι φτιάχνουν την ιστορία τους και έτσι την οδηγούν σε δημιουργίες –ή και σε καταστροφές, επειδή ούτε η αυταπάρνηση των νέων πολιτικών δυνάμεων είναι δεδομένη ούτε βεβαίως η εντιμότητά τους.
Έρχομαι τώρα να αναφέρω τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας τις οποίες, όπως είπα, θεωρώ ιδιαιτέρως ενδεικτικές. Ξεκινώ με μια διευκρίνιση. Μια ισόρροπη αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να στηρίζεται σε δύο σκέλη : επενδύσεις σε κλάδους που διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, είτε στο εσωτερικό είτε διεθνώς και επενδύσεις υποδομής.
Στους εσωστρεφείς και στρατηγικώς πλεονεκτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνω τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στον αγροτικό τομέα, στον τουρισμό, στις κατασκευές και, τέλος, σε όσες εξειδικευμένες βιομηχανίες θα κάλυπταν ανάγκες των τριών προηγουμένων. Δεν θα επεκταθώ, επειδή αυτά είναι αρκετά ευνόητα αλλά και για λόγους συντομίας. Θα περιοριστώ στους διεθνοποιημένους κλάδους, όπου χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις.
Προηγουμένως, όμως, θα ήθελα να διευκρινίσω συντομότατα ορισμένες απόψεις μου για τους τρεις βασικούς τομείς της οικονομίας : πρωτογενή (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, και πορισμός υποθαλασσίων και υπεδαφίων πρώτων υλών), δευτερογενή (μεταποίηση, βιομηχανία) και τριτογενή (εμπόριο, υπηρεσίες).
Τον πρωτογενή θεωρώ θεμελιώδη και για την οικονομία της εποχής μας, για λόγους προφανείς. Με άλλα λόγια, κατά κάποιον τρόπο διατηρώ στο θέμα αυτό μια κλασική και κάπως φυσιοκρατική άποψη, και αυτό εν αναμονή των εξελίξεων της βιολογίας και της γενετικής, με όλες τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που ενέχουν. Σημειώνω, ωστόσο, ότι οι εξελίξεις αυτές, όση αξία και αν έχουν τώρα και στο μέλλον, δεν θα προέλθουν από τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και εν πολλοίς δεν θα στοχεύουν κατευθείαν σε αυτόν.
Θα προέλθουν από τον τριτογενή τομέα : θα είναι υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας, βασικής και εφαρμοσμένης. Εξάλλου, οι εξελίξεις αυτές μας δείχνουν μια πιθανή δυνατότητα της έρευνας να παραγάγει δημογραφικές / διατροφικές εξισορροπήσεις σε πλανητική κλίμακα, εξισορροπήσεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να προωθήσει από μόνος του ο πρωτογενής τομέας, χωρίς να στηρίζεται σε υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας.
Για τη σημασία του δευτερογενούς τομέα έχω όλες τις επιφυλάξεις που προκύπτουν αφενός από την οικολογία, αφετέρου και κυρίως από την ιστορία της τεχνικής υπό την ευρεία της έννοια, που περιλαμβάνει την τεχνογνωσία της οργάνωσης (αφενός της επιχείρησης, αφετέρου της παραγωγής και της διάθεσής της). Πιστεύω ότι η σημασία αυτής της τεχνογνωσίας αυξάνεται συνεχώς στην εποχή μας και, κυρίως, δεν αφορά πλέον τον δευτερογενή τομέα αλλά τον τριτογενή : ουσιαστικά, είναι και αυτές υπηρεσίες τεχνολογικής έρευνας τις οποίες η βιομηχανική μονάδα είτε αγοράζει είτε παράγει εσωτερικώς και αυτοκαταναλίσκει.
Επομένως, διατηρώ την πεποίθηση ότι ο νευραλγικός τομέας της εποχής μας είναι ο τριτογενής και η δοξολογία της βιομηχανίας (σύνδρομο και της σημερινής κρίσης), είναι κατάλοιπο μιας νοσταλγικής πρωτοβιομηχανικής ιδεολογίας – είναι κατά κάποιον τρόπο ανιστόρητη, γιατί αδυνατεί να διακρίνει τις μεγάλες τομές της ιστορίας. Αυτά δεν σημαίνουν ότι στην τεχνική βλέπω τη σωτηρία της ανθρωπότητας βλέπω εξίσου και την καταστροφή της συνάμα όμως διακρίνω στην τεχνική και της αναγνωρίζω τις μεγάλες δυνατότητες ανέλιξης της οικονομίας, της παραγωγικότητας και, ενδεχομένως, των οικολογικών εξισορροπήσεων που επείγουν σήμερα. Και οι εξισορροπήσεις αυτές είναι αδύνατες σε μια βιομηχανία που δεν στηρίζεται στην τεχνολογική έρευνα.
Ας μου επιτραπεί και μια τελευταία διευκρίνιση μονομανούς ιστορικού. Αν η άκριτη δοξολογία της βιομηχανίας είναι ελαφρώς ανιστόρητη, η άκριτη καταδίκη των υπηρεσιών είναι βαρέως ανιστόρητη. Οι χρηματιστικές και εμπορικές υπηρεσίες, ειδικότερα, είναι από την αρχαιότητα όχι μόνο δίαυλος τεχνογνωσίας, αλλά και αυτοτελές πεδίο έρευνας στην τεχνική της οργάνωσης, της διοίκησης και της διαχείρισης των συντελεστών της παραγωγής. Ο Αριστοτέλης είναι ίσως ο εφευρέτης της λέξης «μονοπωλία» και τη χρησιμοποιεί με απώτερο σκοπό να καταδικάσει τις πρωτοποριακές μονοπωλιακές πρακτικές ενός άλλου φιλοσόφου που ήταν και έμπορος, του Θαλή του Μιλησίου. Μια πρωτοποριακή τεχνική, μόλις εμφανιστεί, είναι μια γνώση χωρίς αξιολογικό φορτίο. Αφού δοκιμαστεί στην κοινωνική πρακτική, θα κριθεί αξιολογικά, θα καταταχθεί σε έναν αξιακό κώδικα και, ενδεχομένως, σε μιαν εξίσου πρωτοποριακή νομοθεσία.
Ας κλείσει τώρα η παρένθεση για να επανέλθουμε στους διεθνοποιημένους κλάδους. Σε αυτούς συγκαταλέγω παλαιές και νέες, μεγάλες επιχειρήσεις, με έδρα την Ελλάδα και διεθνή δραστηριότητα, οι οποίες διαθέτουν ήδη συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλιώς δεν θα είχαν διεθνοποιηθεί και είναι διεθνοποιημένες είτε πλήρως, όπως οι ναυτιλιακές, είτε μερικώς, όπως ορισμένες τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρείες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις.
Ξεκινώ με τη ναυτιλία. Ο ελληνόκτητος στόλος έχει βεβαίως πληγεί από την κρίση αλλά εξακολουθεί να αυξάνεται και να εκσυγχρονίζεται. Επειδή οι ικανότεροι από τους Έλληνες εφοπλιστές, όσοι επιβιώνουν, είχαν πουλήσει εγκαίρως τα παλαιότερα πλοία τους και παραγγέλνουν έκτοτε νέα και υπερσύγχρονα πλοία, έτοιμοι να κερδίσουν πολλαπλάσια μόλις η κρίση τελειώσει – αν τελειώσει φυσικά, αλλά η διακινδύνευση, η προσαρμοστικότητα μέσα στην καταστροφή και η καταστροφική δημιουργικότητα είναι ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, για το καλό και για το κακό. Είναι επίσης και το κυριότερο, ίσως το μόνο του πλεονέκτημα είναι, τέλος, το ισχυρότερο όπλο του. Αν επέλθει η παγκόσμια καταστροφή, τα μετέπειτα είναι άδηλα και ανεξερεύνητα. Αν δεν επέλθει, τότε η ναυτιλία θα μπορούσε να συντελέσει περισσότερο από κάθε άλλον κλάδο στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Για να συμβεί αυτό, όμως, απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Αναφέρω τις κυριότερες.
— Η ναυτιλία υπό ελληνική σημαία θα είχε ήδη προσελκύσει πολύ μεγαλύτερο μέρος της ελληνόκτητης αν το κράτος δεν της έθετε φραγμούς εδώ και δύο αιώνες, αντιμετωπίζοντάς την με απληστία, με δυσπιστία και με ιδεολογικές αγκυλώσεις. Οι φραγμοί αυτοί πρέπει να πέσουν. Έτσι ο Πειραιάς θα γινόταν ίσως κέντρο μεγάλου εφοπλισμού που θα ανταγωνιζόταν το Λονδίνο. Αυτό ήταν όραμα μεγάλων εφοπλιστών ήδη από το 1850 – ακόμη και αυτοί ζουν με χίμαιρες, καμιά φορά.
— Για να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τις σημαίες ευκαιρίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε και θα έπρεπε να μειώσει τον ειδικό φόρο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Μια φορολογία που βαρύνει αυτούς που μπορούν νομίμως και ευχερώς να την αποφύγουν είναι απλώς ανόητη. Ο ευρωπαϊκός συντελεστής είναι ήδη χαμηλός, αλλά όχι αρκετά. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, με τη διπλωματική συνδρομή άλλων ναυτικών χωρών της Ευρώπης. Αν μειωνόταν ο φόρος, πολλές μεγάλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις θα επέλεγαν ευρωπαϊκές σημαίες. Επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση θα τους προσέφερε πολλαπλά πλεονεκτήματα : την ασφάλεια της νομιμότητας, τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, προστασία κατά του ανταγωνισμού και της πειρατείας και τη στήριξη, από θέσεως ισχύος, στις διακρατικές διαπραγματεύσεις για το διεθνές εμπόριο και για τη ναυτιλία.
— Η μείωση της ευρωπαϊκής φορολογίας θα ωφελούσε την Ελλάδα περισσότερο από άλλα μέλη της Ένωσης. Από τους μεγάλους εφοπλιστές που θα άλλαζαν σημαία, πολλοί θα επέλεγαν την ελληνική. Έτσι, η Ελλάδα δεν θα ήταν απλώς μια μικρή χώρα με τεράστια ναυτιλία, θα ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο σε μια Ευρώπη που, κατέχοντας ήδη το μεγαλύτερο μερίδιο του παγκοσμίου εμπορίου, θα ήλεγχε πλέον και την παγκόσμια αγορά ναυτικών μεταφορών.
— Η ναυτιλία θα χρειάζεται πάντα ανειδίκευτους ναύτες και εργάτες η Ελλάδα, όχι. Η χώρα διαθέτει ήδη δομές ναυτιλιακής εκπαίδευσης. Αυτές, όμως, θα έπρεπε επειγόντως να μεταλλαχθούν σε ένα σύγχρονο σύστημα ανωτάτων ναυτιλιακών σπουδών, πολύ απαιτητικότερο και αποδοτικότερο, που θα μπορούσε να επιλέγει αυστηρά και θα εκπαιδεύει σωστά στελέχη υψηλής στάθμης και ειδίκευσης, για την ξηρά και για τη θάλασσα. Εννοείται ότι δεν μιλώ για σχολές ασυρματιστών ούτε για Πανεπιστήμια στο Γαλαξίδι ούτε για τμήματα ναυτιλιακών σπουδών που δεν προσελκύουν αρκετούς φοιτητές για να γεμίσουν τις διαθέσιμες θέσεις. Μιλώ για πανεπιστημιακές σχολές ανανεωμένες εκ θεμελίων. Για την αντίστοιχη του Πειραιά, λόγου χάριν, ή για την αρχαιότερη σχολή της χώρας, την Νομική της Αθήνας, όπου δεν υπάρχει ένα πλήρες τμήμα ναυτικού, ναυτιλιακού και ναυτασφαλιστικού δικαίου.
Σχετικώς διεθνοποιημένες είναι και ορισμένες ελληνικές τράπεζες. Η κρίση που διέρχονται δεν οφείλεται σε σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα, ενώ διαθέτουν ενδιαφέροντα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Αυτά έχουν ήδη λεχθεί, άρα θα αρκεστώ σε μια περίληψη.
— Η αδυναμία των μεγάλων τραπεζών οφείλεται κυρίως στην έκθεσή τους σε δάνεια προς το Δημόσιο. Το χαρτοφυλάκιό τους υποτιμήθηκε μετά την κατάρρευση της αξιοπιστίας του κράτους. Θα ανακτήσει την αξία του αν το κράτος σταθεί στα πόδια του (και αν βεβαίως δεν φύγει ή δεν εκδιωχθεί από το Ευρώ).
— Σε ορισμένα πεδία, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μικρότερα προβλήματα από τις τράπεζες πολλών ανεπτυγμένων χωρών. Ήταν εξαρχής λιγότερο εκτεθειμένες σε επισφάλειες (subprimes, hedge funds). Επίσης, δεν απειλούνται από τεράστιο αριθμό επισφαλών κτηματικών δανείων, επειδή πολύ μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών διαθέτουν ιδιόκτητη στέγη. Τέλος, ο συνολικός ιδιωτικός τομέας δεν είναι υπερχρεωμένος στις ελληνικές τράπεζες, όπως είναι σε άλλες χώρες (Ισλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία, αλλά και ΗΠΑ και ΗΒ).
— Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δύο ειδικότερα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Διαθέτουν επαρκή τεχνογνωσία και μακρά εμπειρία στις γειτονικές χώρες, όπου έχουν πραγματοποιήσει σχετικώς μεγάλες επενδύσεις. Οι οικονομίες των χωρών αυτών ανακάμπτουν και ορισμένες, όπως η τουρκική, αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς. Αν αυτό συνεχιστεί, θα αυξήσει θεαματικά την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών.
— Ένας σημαντικός κίνδυνος απειλεί τις τράπεζες, ίσως λόγω των δυνατοτήτων τους : κινδυνεύουν να τις εξαγοράσουν αλλοδαποί επενδυτές, καταβάλλοντας τις αδικαιολόγητα χαμηλές σημερινές τιμές.
Αρκετά διεθνοποιημένες είναι και ορισμένες ελληνικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις (παράδειγμα, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου). Έχουν σχετικά μεγάλο μέγεθος, καλή εξειδίκευση, καλό προσωπικό, υψηλή παραγωγικότητα και, κυρίως, ανεπτυγμένη διείσδυση σε διεθνείς αγορές. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τις μεταποιητικές και εμπορικές μονάδες που έχουν επεκταθεί στις βαλκανικές χώρες.
Τέλος, προκειμένου να διευκολύνει τις επενδύσεις όλων των παραπάνω επιχειρήσεων, το κράτος θα μπορούσε ίσως να διαπραγματευθεί τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων καθώς και ευρωπαϊκών και ελληνικών τραπεζών σε ένα επενδυτικό κεφάλαιο, ένα Fund. Ο σκοπός του θα ήταν να αναχρηματοδοτεί τις ελληνικές τράπεζες για δάνεια που θα παρέχουν σε εκείνες τις επιχειρήσεις που έχουν ιδιαίτερη αναπτυξιακή σημασία. Π.χ., επιχειρήσεις αιχμής στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες και στη μεγάλη αγροτική παραγωγή.
Ας δούμε τώρα τις υποδομές, πάντοτε με μεγάλη συντομία. Ξεκινούμε με έναν κοινό τόπο : χωρίς επέκταση υποδομών δεν νοείται μακροχρόνια ανάπτυξη. Ως γνωστόν, όμως, οι επενδύσεις υποδομής, μολονότι αναγκαίες, αργούν να αποδώσουν. Επομένως, η χρηματοδότησή τους είναι δύσκολη έως και αδύνατη για μια σχεδόν πτωχευμένη χώρα. Είναι όμως εφικτή με παραχώρηση της μακροχρόνιας εκμετάλλευσης – και ελπίζω να μην ακούσω κραυγές για ιερό εθνικό πλούτο, ξεπούλημα ασημικών και άλλες «αερώδεις φιλοπατρίες».
Έτσι έγιναν το Μετρό, το Αεροδρόμιο, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, έτσι μόνο θα μπορούσαν να γίνουν επενδύσεις που θα ανέτρεπαν την ύφεση και θα έδιναν δουλειά στους νέους και τεχνογνωσία στη χώρα.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καθώς και ιδιωτικές τράπεζες, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στις επενδύσεις υποδομής ή τουλάχιστον να τις χρηματοδοτήσουν. Προφανής και αναγκαίος όρος θα ήταν να δεσμεύονται ως εγγύηση οι κρατικές εισπράξεις από τις παραχωρήσεις και να διατίθενται στην υπηρεσία του δημοσίου χρέους για χρονικό διάστημα διαπραγματεύσιμο κατά περίπτωση.
Θα περιοριστώ τώρα να απαριθμήσω τομείς όπου χρειάζεται τολμηρή πολιτική υποδομών.
— Λιμάνια. Η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν νησιωτική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδώ έπρεπε να είχαν γίνει διαπραγματεύσεις για επιπλέον ευρωπαϊκά κονδύλια, αλλά να είχαν γίνει όταν ακόμη η Ελλάδα είχε σχετική αξιοπιστία. Σήμερα, την μεν αξιοπιστία ίσως την επανακτήσουμε κάπως με μεταρρυθμίσεις και με τολμηρή αναπτυξιακή πολιτική την δε διαπραγμάτευση μπορούμε να την εστιάσουμε στην εξασφάλιση τόσο των ευρωπαϊκών κονδυλίων όσο και των δανείων που θα χρηματοδοτήσουν τα σχετικά έργα υποδομής. Είναι προφανές ότι τα έργα πρέπει να παραχωρούνται και οι πρόσοδοί τους να διατίθενται στην εξυπηρέτηση των δανείων.
— Οδικό δίκτυο. Επί 160 χρόνια, έως το 1990, η Ελλάδα μοιραζόταν με άλλες μικρές, ορεινές και ημιανάπτυκτες χώρες μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα: ένα δίκτυο ανισομερές και ανεπαρκές. Ακόμη και σήμερα το οδικό δίκτυο είναι απαρχαιωμένο συγκριτικά με τις απαιτήσεις της εποχής. Το ανεπαρκές αυτό δίκτυο συνδέει κακήν κακώς την ενδοχώρα, ελληνική και βαλκανική, με τα ελληνικά λιμάνια, τα οποία είναι επίσης ανεπαρκέστατα. Μια τολμηρή αναπτυξιακή πολιτική προϋποθέτει ελλαδικό, διαβαλκανικό και διευρωπαϊκό οδικό δίκτυο ταχείας κυκλοφορίας. Η Εγνατία είναι καλό παράδειγμα, αλλά περιορισμένο στη νότια βαλκανική. Χρειάζονται ευρύτεροι ορίζοντες, τους οποίους μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να εξασφαλίσει – και αργά ή γρήγορα θα το κάνει, ίσως προς όφελος άλλων οδικών δικτύων, άλλων λιμανιών, άλλων χωρών. Εκτός εάν η Ελλάδα έχει κάτι να προτείνει, κάτι συγκεκριμένο και οργανωμένο, όχι γενικότητες.
— Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει την ίδια ιδιαιτερότητα. Το έχω χαρακτηρίσει ανισομερές και ανεπαρκές εδώ και 33 χρόνια, το 1977, αναφέροντας επιπλέον ότι ουσιαστικά έχει ελάχιστα αυξηθεί σε χιλιομετρική κάλυψη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Επομένως, οι ευρύτεροι ορίζοντες είναι για τους ελληνικούς σιδηρόδρομους ζήτημα επιβίωσης. Διότι η μικρή έκταση της χώρας και η γεωφυσική της μορφή δεν επιτρέπει αποδοτικές επενδύσεις σε ένα δίκτυο εγχώριο, περιορισμένο και αντιπαραγωγικό εκ φύσεως. Ας μου επιτραπεί λοιπόν να επικροτήσω το ευχολόγιο της Νέας Δημοκρατίας για σιδηροδρομική γραμμή μεγάλης ταχύτητας που θα συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη Βαλτική – τι ωραία ! Εμείς ως ιδιώτες, όμως, δικαιούμαστε να έχουμε χίμαιρες, τα κόμματα όχι – αυτά, όλα τα κόμματα, οφείλουν να μελετούν και να μας προτείνουν συγκεκριμένα σχέδια και με υπολογισμό κόστους, έστω κατά προσέγγιση. Αρκετά ευχολόγια ακούμε από το 1830.
— Στην ενέργεια, η Ελλάδα εξαρτάται από το πετρέλαιο σε βαθμό δυνάμει καταστρεπτικό. Η ανάγκη να αναπτύξει η χώρα τις πηγές αιολικής και ηλιακής ενέργειας είναι κοινοτοπία και η συνεχής επανάληψή της είναι άχρηστη. Αυτό που χρειάζεται και εδώ είναι όχι μόνο οι ευρύτεροι ορίζοντες αλλά, κυρίως, ο κοινός νους και η εκπαίδευση ειδικευμένου έμψυχου υλικού. Οι μελέτες για επενδύσεις αιολικής και ηλιακής ενέργειας και η εφαρμογή τους θα έπρεπε να συγχρονιστούν με την ίδρυση και λειτουργία ερευνητικών εργαστηρίων. Τέτοιες ερευνητικές μονάδες απαιτούν προδιαγραφές που να εγγυώνται την επιτυχία, π.χ., συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια κορυφαία σε αυτούς τους τομείς και άνοιγμα σε ερευνητές και μεταπτυχιακούς φοιτητές από άλλες χώρες. Χίμαιρες, έστω, αλλά αναγκαίες.
— Χωροταξία, πολεοδομία, κτηματολόγιο. Είκοσι χρόνια τώρα τονίζω ότι είμαστε η μόνη χώρα στον πολιτισμένο κόσμο που δεν διαθέτει κτηματολόγιο και που το σέρνει επί δύο σχεδόν αιώνες ώστε να διευκολύνεται η καταπάτηση δημοσίων γαιών, η αυθαίρετη δόμηση και η διαφθορά. Το κτηματολόγιο θα επέτρεπε χωροταξικές και πολεοδομικές έρευνες και αντίστοιχες επενδύσεις υποδομής με προτεραιότητα στις πέντε μεγαλύτερες και προβληματικότερες πόλεις και στον φυσικό τους περίγυρο. Αυτές με τη σειρά τους θα επέτρεπαν μελετημένες επενδύσεις στη βιομηχανία απορριμμάτων και επενδύσεις σε νοσοκομεία, με διεθνείς συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και με προτεραιότητα στη βόρεια και στη νησιωτική χώρα.
Ξέρω πολύ καλά ότι τέτοιες προσπάθειες είναι δυσχερέστατες στη σημερινή Ελλάδα και είπα από την πρώτη στιγμή ότι η επιβίωση της χώρας ΔΕΝ είναι πρόβλημα οικονομίας, είναι πρόβλημα παιδείας, με την ευρύτατη έννοια του όρου. Πάντως, δεν θα απαρνηθώ το καλό σενάριο. Επειδή η ιστορία είναι απροσδιόριστη και απρόβλεπτη, όπως και οι κοινωνίες που φτιάχνουν την ιστορία τους.
Αλλά για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις ευκολίας, επιτρέψτε μου να τελειώσω με απόσπασμα από κάποιο ξεχασμένο βιβλίο μου (Ατελέσφοροι ή τελεσφόροι ; Φόροι και εξουσία στο νεοελληνικό κράτος), δημοσιευμένο πριν σχεδόν 20 χρόνια :
Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα εκατόν πενήντα χρόνια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο.
Τίμημα οικονομικό : φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνείας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές χάριν σοβινιστικής πλειοδοσίας.
Τίμημα πολιτικό : μια δημοκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού.
Τίμημα πολιτισμικό : μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος.
Η αναστροφή της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη, είτε με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη.
Είναι η ώρα της αφύπνισης. Πριν από τη διεθνή επιπλοκή, αναπόφευκτη στην περιοχή του πλανήτη που μας έλαχε. Και οπωσδήποτε πριν από την κοινωνική ρήξη.
(*) Ο κ. Δερτιλής είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας, διευθυντής σπουδών της Ιcole des Hautes Ιtudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Επομένως :
— το κόστος ζωής περίπου τριπλασιάστηκε σε αυτό το διάστημα.
— οι φτωχοί κυνηγούσαν τον τιμάριθμο και οι πολύ φτωχοί σχεδόν πεινούσαν, ως συνήθως.
Ανακεφαλαιώνω τώρα τις συνέπειες που είχαν όλες μαζί οι παραπάνω συνθήκες, αλληλένδετες.
— Αύξηση τιμών και μισθών.
— Αύξηση κόστους παραγωγής.
— Αποβιομηχάνιση.
— Υποτίμηση.
Τέσσερις φαύλοι κύκλοι ; Όχι ακριβώς. Πολλαπλές φαύλες σπείρες, που τέμνονται μεταξύ τους και αλληλοενισχύονται – για χρόνια ή και δεκαετίες. Αυτές τις φαύλες σπείρες, ας μη γελιόμαστε, τις δημιούργησε βαθμιαίως, εδώ και δύο σχεδόν αιώνες, ένα Λερναίον Κράτος ικανό να κατασπαράξει την σάρκα εκ της σαρκός του, την ίδια την κυβέρνησή του, ικανό να διαφθείρει και αυτήν και τους υπηκόους του, κράτος εκμαυλιστικό, άσωτο, αδηφάγο και βαθύτατα αυταρχικό.
Παρόμοιες φαύλες σπείρες θα γεννούσε μια ηρωική έξοδος από το Ευρώ και η θριαμβευτική επιστροφή στη δραχμή. Είναι το κακό σενάριο και ας μη το θεωρούμε εξωπραγματικό και αδύνατο. Υπάρχουν ανεγκέφαλοι που ήδη προτείνουν δημοψήφισμα υπάρχουν αφελείς που θα μπορούσαν να δεχθούν ένα δημοψήφισμα, ως δήθεν «δημοκρατικό» ενώ το δίλημμα ανάμεσα στο ναι και στο όχι σπανίως λειτουργεί δημοκρατικά. Διότι είναι ισοπεδωτικό, απλοϊκό, παραπλανητικό. Όταν μάλιστα τίθεται για καίρια, ζωτικά ζητήματα, όταν επιπλέον τίθεται σε στιγμές κρίσιμες για την επιβίωση ενός δημοκρατικού καθεστώτος, μέσα στο οξύ κλίμα και στις στενές προθεσμίες μιας εκλογικής διαδικασίας, αποκλείει τον ουσιαστικό διάλογο και οδηγεί πολλούς ψηφοφόρους, ίσως τους περισσότερους, σε ψήφο συναισθηματική, φανατική και άκριτη.
Ας φανταστούμε τώρα τι αντιτάσσουν σε όλα αυτά οι αφελείς και οι φαύλοι. Είναι αυτά που ήδη ακούγονται : «και όμως, με τη δραχμή επέζησε η οικονομία, τα βγάλαμε πέρα, πολλοί πλούτισαν κιόλας». Μάλιστα. Γιατί όμως επέζησε ; Άραγε τα βγάλαμε πέρα χάρη στη δραχμή ή για άλλους λόγους ;
Ιδού λοιπόν τι μας έσωσε από το 1980 και μετά, μέχρι που μας πήραν είδηση:
— Τα τεράστια ευρωπαϊκά κονδύλια, δυστυχώς σπαταλημένα ως επί το πλείστον.
— Οι μετανάστες, εργάτες και κυρίως καταναλωτές των αγαθών πρώτης ανάγκης και συνήθως κακής ποιότητας που κατασκεύαζε η ελληνική βιομηχανία.
— Ο άναρχος τουρισμός, με τίμημα την οικιστική, οικολογική και πολιτισμική καταστροφή.
— Οι άναρχες πωλήσεις γης σε αλλοδαπούς.
— Το πρόγραμμα σταθεροποίησης του 1996.
— Και κυρίως, το Ευρώ και ο φθηνός δανεισμός μετά το 2002.
Μετά ήλθαν οι τεράστιες σπατάλες των Ολυμπιακών Αγώνων και το οικονομικό παραλήρημα, κυρίως το 2008 και 2009.
Καλύτερα να μη συνεχίσω.
ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΕΝΑΡΙΟ – ΑΛΛΩΣ, «ΟΥΤΟΠΙΑ ΠΙΘΑΝΗ»...
Ας δούμε τώρα το καλό σενάριο, έστω και αν πρόκειται για χίμαιρα, ή για ουτοπία. Με αυτή την εκδοχή, η εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας θα τηρήσει απαρεγκλίτως και για αρκετά χρόνια την πολιτική περιορισμού του Λερναίου Κράτους και θα αντισταθμίσει την αναπόφευκτη ύφεση με μια ευρεία πολιτική οικονομικής ανάπτυξης – πάντοτε με νόμισμα το Ευρώ, φυσικά.
Θα ήταν αστείο να προτείνω έστω και ένα περίγραμμα αναπτυξιακής πολιτικής. Θα αναφέρω απλώς ορισμένες από τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, αυτές που θεωρώ χαρακτηριστικές και ενδεικτικές. Από αυτές, ορισμένες τις έχουν ήδη αναφέρει και άλλοι – άλλες...
Σήμερα, είμαστε ακόμη στην πρώτη φάση του κακού σεναρίου : στην βαθιά ύφεση που ακολουθεί φυσιολογικά την προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα και να περικόψει τις δαπάνες ενός κράτους που ουσιαστικά έχει πτωχεύσει και έχει αποκλειστεί από τις αγορές.
Η ύφεση μειώνει τις κρατικές εισπράξεις άρα και τις δυνατότητες αποπληρωμής του χρέους. Είναι μία από τις φαύλες σπείρες που οδηγούν στην πτώχευση. Σε τέτοιες περιστάσεις, η μόνη διέξοδος που έχει η οποιαδήποτε κυβέρνηση, είναι η φυγή προς τα εμπρός, προς την ανάπτυξη. Αυτή είναι και η μόνη διέξοδος που έχει η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση – αλλά την έχει σήμερα και θα την έχει ακόμη για ένα χρόνο το πολύ.
Πιο συγκεκριμένα, έχει ακόμη τη δυνατότητα να μελετήσει επειγόντως μια τολμηρή και ευρεία αναπτυξιακή πολιτική, να αναγγείλει το ταχύτερο ένα αντίστοιχο λεπτομερειακό πρόγραμμα και να αρχίσει να το εφαρμόζει εξίσου σύντομα και σοβαρά. Μια τέτοια εξέλιξη, μάλιστα, θα εξασφάλιζε και ένα παράπλευρο, άμεσο και ανεκτίμητο όφελος : θα έπειθε τις αγορές πολύ περισσότερο και από αυτήν ακόμη την πολιτική λιτότητας.
Μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν δυσχερέστατη, επειδή θα απαιτούσε τρεις σχεδόν αδύνατες προϋποθέσεις. Πρώτον, σκληρή δουλειά εκατοντάδων ανθρώπων με γνώσεις και αποδεδειγμένες ικανότητες. Δεύτερον, κλίμα πανστρατιάς που θα τους ενέπνεε αποφασιστικότητα και ενθουσιασμό. Τρίτο και τελευταίο, ευρεία συναίνεση.
Θεωρώ τις προϋποθέσεις αυτές «σχεδόν αδύνατες» επειδή εξαρτώνται, αφενός, από την αυταπάρνηση και τη σοβαρότητα των παλαιών πολιτικών δυνάμεων και αφετέρου, από την αυταπάρνηση και την εντιμότητα των νέων πολιτικών δυνάμεων που οπωσδήποτε θα εμφανιστούν. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, είναι εν μέρει πιθανό : οι κοινωνίες απεχθάνονται το κενό, όπως η Φύση, έτσι φτιάχνουν την ιστορία τους και έτσι την οδηγούν σε δημιουργίες –ή και σε καταστροφές, επειδή ούτε η αυταπάρνηση των νέων πολιτικών δυνάμεων είναι δεδομένη ούτε βεβαίως η εντιμότητά τους.
Έρχομαι τώρα να αναφέρω τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας τις οποίες, όπως είπα, θεωρώ ιδιαιτέρως ενδεικτικές. Ξεκινώ με μια διευκρίνιση. Μια ισόρροπη αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να στηρίζεται σε δύο σκέλη : επενδύσεις σε κλάδους που διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, είτε στο εσωτερικό είτε διεθνώς και επενδύσεις υποδομής.
Στους εσωστρεφείς και στρατηγικώς πλεονεκτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνω τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στον αγροτικό τομέα, στον τουρισμό, στις κατασκευές και, τέλος, σε όσες εξειδικευμένες βιομηχανίες θα κάλυπταν ανάγκες των τριών προηγουμένων. Δεν θα επεκταθώ, επειδή αυτά είναι αρκετά ευνόητα αλλά και για λόγους συντομίας. Θα περιοριστώ στους διεθνοποιημένους κλάδους, όπου χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις.
Προηγουμένως, όμως, θα ήθελα να διευκρινίσω συντομότατα ορισμένες απόψεις μου για τους τρεις βασικούς τομείς της οικονομίας : πρωτογενή (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, και πορισμός υποθαλασσίων και υπεδαφίων πρώτων υλών), δευτερογενή (μεταποίηση, βιομηχανία) και τριτογενή (εμπόριο, υπηρεσίες).
Τον πρωτογενή θεωρώ θεμελιώδη και για την οικονομία της εποχής μας, για λόγους προφανείς. Με άλλα λόγια, κατά κάποιον τρόπο διατηρώ στο θέμα αυτό μια κλασική και κάπως φυσιοκρατική άποψη, και αυτό εν αναμονή των εξελίξεων της βιολογίας και της γενετικής, με όλες τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που ενέχουν. Σημειώνω, ωστόσο, ότι οι εξελίξεις αυτές, όση αξία και αν έχουν τώρα και στο μέλλον, δεν θα προέλθουν από τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και εν πολλοίς δεν θα στοχεύουν κατευθείαν σε αυτόν.
Θα προέλθουν από τον τριτογενή τομέα : θα είναι υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας, βασικής και εφαρμοσμένης. Εξάλλου, οι εξελίξεις αυτές μας δείχνουν μια πιθανή δυνατότητα της έρευνας να παραγάγει δημογραφικές / διατροφικές εξισορροπήσεις σε πλανητική κλίμακα, εξισορροπήσεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να προωθήσει από μόνος του ο πρωτογενής τομέας, χωρίς να στηρίζεται σε υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας.
Για τη σημασία του δευτερογενούς τομέα έχω όλες τις επιφυλάξεις που προκύπτουν αφενός από την οικολογία, αφετέρου και κυρίως από την ιστορία της τεχνικής υπό την ευρεία της έννοια, που περιλαμβάνει την τεχνογνωσία της οργάνωσης (αφενός της επιχείρησης, αφετέρου της παραγωγής και της διάθεσής της). Πιστεύω ότι η σημασία αυτής της τεχνογνωσίας αυξάνεται συνεχώς στην εποχή μας και, κυρίως, δεν αφορά πλέον τον δευτερογενή τομέα αλλά τον τριτογενή : ουσιαστικά, είναι και αυτές υπηρεσίες τεχνολογικής έρευνας τις οποίες η βιομηχανική μονάδα είτε αγοράζει είτε παράγει εσωτερικώς και αυτοκαταναλίσκει.
Επομένως, διατηρώ την πεποίθηση ότι ο νευραλγικός τομέας της εποχής μας είναι ο τριτογενής και η δοξολογία της βιομηχανίας (σύνδρομο και της σημερινής κρίσης), είναι κατάλοιπο μιας νοσταλγικής πρωτοβιομηχανικής ιδεολογίας – είναι κατά κάποιον τρόπο ανιστόρητη, γιατί αδυνατεί να διακρίνει τις μεγάλες τομές της ιστορίας. Αυτά δεν σημαίνουν ότι στην τεχνική βλέπω τη σωτηρία της ανθρωπότητας βλέπω εξίσου και την καταστροφή της συνάμα όμως διακρίνω στην τεχνική και της αναγνωρίζω τις μεγάλες δυνατότητες ανέλιξης της οικονομίας, της παραγωγικότητας και, ενδεχομένως, των οικολογικών εξισορροπήσεων που επείγουν σήμερα. Και οι εξισορροπήσεις αυτές είναι αδύνατες σε μια βιομηχανία που δεν στηρίζεται στην τεχνολογική έρευνα.
Ας μου επιτραπεί και μια τελευταία διευκρίνιση μονομανούς ιστορικού. Αν η άκριτη δοξολογία της βιομηχανίας είναι ελαφρώς ανιστόρητη, η άκριτη καταδίκη των υπηρεσιών είναι βαρέως ανιστόρητη. Οι χρηματιστικές και εμπορικές υπηρεσίες, ειδικότερα, είναι από την αρχαιότητα όχι μόνο δίαυλος τεχνογνωσίας, αλλά και αυτοτελές πεδίο έρευνας στην τεχνική της οργάνωσης, της διοίκησης και της διαχείρισης των συντελεστών της παραγωγής. Ο Αριστοτέλης είναι ίσως ο εφευρέτης της λέξης «μονοπωλία» και τη χρησιμοποιεί με απώτερο σκοπό να καταδικάσει τις πρωτοποριακές μονοπωλιακές πρακτικές ενός άλλου φιλοσόφου που ήταν και έμπορος, του Θαλή του Μιλησίου. Μια πρωτοποριακή τεχνική, μόλις εμφανιστεί, είναι μια γνώση χωρίς αξιολογικό φορτίο. Αφού δοκιμαστεί στην κοινωνική πρακτική, θα κριθεί αξιολογικά, θα καταταχθεί σε έναν αξιακό κώδικα και, ενδεχομένως, σε μιαν εξίσου πρωτοποριακή νομοθεσία.
Ας κλείσει τώρα η παρένθεση για να επανέλθουμε στους διεθνοποιημένους κλάδους. Σε αυτούς συγκαταλέγω παλαιές και νέες, μεγάλες επιχειρήσεις, με έδρα την Ελλάδα και διεθνή δραστηριότητα, οι οποίες διαθέτουν ήδη συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλιώς δεν θα είχαν διεθνοποιηθεί και είναι διεθνοποιημένες είτε πλήρως, όπως οι ναυτιλιακές, είτε μερικώς, όπως ορισμένες τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρείες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις.
Ξεκινώ με τη ναυτιλία. Ο ελληνόκτητος στόλος έχει βεβαίως πληγεί από την κρίση αλλά εξακολουθεί να αυξάνεται και να εκσυγχρονίζεται. Επειδή οι ικανότεροι από τους Έλληνες εφοπλιστές, όσοι επιβιώνουν, είχαν πουλήσει εγκαίρως τα παλαιότερα πλοία τους και παραγγέλνουν έκτοτε νέα και υπερσύγχρονα πλοία, έτοιμοι να κερδίσουν πολλαπλάσια μόλις η κρίση τελειώσει – αν τελειώσει φυσικά, αλλά η διακινδύνευση, η προσαρμοστικότητα μέσα στην καταστροφή και η καταστροφική δημιουργικότητα είναι ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, για το καλό και για το κακό. Είναι επίσης και το κυριότερο, ίσως το μόνο του πλεονέκτημα είναι, τέλος, το ισχυρότερο όπλο του. Αν επέλθει η παγκόσμια καταστροφή, τα μετέπειτα είναι άδηλα και ανεξερεύνητα. Αν δεν επέλθει, τότε η ναυτιλία θα μπορούσε να συντελέσει περισσότερο από κάθε άλλον κλάδο στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Για να συμβεί αυτό, όμως, απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Αναφέρω τις κυριότερες.
— Η ναυτιλία υπό ελληνική σημαία θα είχε ήδη προσελκύσει πολύ μεγαλύτερο μέρος της ελληνόκτητης αν το κράτος δεν της έθετε φραγμούς εδώ και δύο αιώνες, αντιμετωπίζοντάς την με απληστία, με δυσπιστία και με ιδεολογικές αγκυλώσεις. Οι φραγμοί αυτοί πρέπει να πέσουν. Έτσι ο Πειραιάς θα γινόταν ίσως κέντρο μεγάλου εφοπλισμού που θα ανταγωνιζόταν το Λονδίνο. Αυτό ήταν όραμα μεγάλων εφοπλιστών ήδη από το 1850 – ακόμη και αυτοί ζουν με χίμαιρες, καμιά φορά.
— Για να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τις σημαίες ευκαιρίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε και θα έπρεπε να μειώσει τον ειδικό φόρο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Μια φορολογία που βαρύνει αυτούς που μπορούν νομίμως και ευχερώς να την αποφύγουν είναι απλώς ανόητη. Ο ευρωπαϊκός συντελεστής είναι ήδη χαμηλός, αλλά όχι αρκετά. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, με τη διπλωματική συνδρομή άλλων ναυτικών χωρών της Ευρώπης. Αν μειωνόταν ο φόρος, πολλές μεγάλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις θα επέλεγαν ευρωπαϊκές σημαίες. Επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση θα τους προσέφερε πολλαπλά πλεονεκτήματα : την ασφάλεια της νομιμότητας, τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, προστασία κατά του ανταγωνισμού και της πειρατείας και τη στήριξη, από θέσεως ισχύος, στις διακρατικές διαπραγματεύσεις για το διεθνές εμπόριο και για τη ναυτιλία.
— Η μείωση της ευρωπαϊκής φορολογίας θα ωφελούσε την Ελλάδα περισσότερο από άλλα μέλη της Ένωσης. Από τους μεγάλους εφοπλιστές που θα άλλαζαν σημαία, πολλοί θα επέλεγαν την ελληνική. Έτσι, η Ελλάδα δεν θα ήταν απλώς μια μικρή χώρα με τεράστια ναυτιλία, θα ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο σε μια Ευρώπη που, κατέχοντας ήδη το μεγαλύτερο μερίδιο του παγκοσμίου εμπορίου, θα ήλεγχε πλέον και την παγκόσμια αγορά ναυτικών μεταφορών.
— Η ναυτιλία θα χρειάζεται πάντα ανειδίκευτους ναύτες και εργάτες η Ελλάδα, όχι. Η χώρα διαθέτει ήδη δομές ναυτιλιακής εκπαίδευσης. Αυτές, όμως, θα έπρεπε επειγόντως να μεταλλαχθούν σε ένα σύγχρονο σύστημα ανωτάτων ναυτιλιακών σπουδών, πολύ απαιτητικότερο και αποδοτικότερο, που θα μπορούσε να επιλέγει αυστηρά και θα εκπαιδεύει σωστά στελέχη υψηλής στάθμης και ειδίκευσης, για την ξηρά και για τη θάλασσα. Εννοείται ότι δεν μιλώ για σχολές ασυρματιστών ούτε για Πανεπιστήμια στο Γαλαξίδι ούτε για τμήματα ναυτιλιακών σπουδών που δεν προσελκύουν αρκετούς φοιτητές για να γεμίσουν τις διαθέσιμες θέσεις. Μιλώ για πανεπιστημιακές σχολές ανανεωμένες εκ θεμελίων. Για την αντίστοιχη του Πειραιά, λόγου χάριν, ή για την αρχαιότερη σχολή της χώρας, την Νομική της Αθήνας, όπου δεν υπάρχει ένα πλήρες τμήμα ναυτικού, ναυτιλιακού και ναυτασφαλιστικού δικαίου.
Σχετικώς διεθνοποιημένες είναι και ορισμένες ελληνικές τράπεζες. Η κρίση που διέρχονται δεν οφείλεται σε σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα, ενώ διαθέτουν ενδιαφέροντα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Αυτά έχουν ήδη λεχθεί, άρα θα αρκεστώ σε μια περίληψη.
— Η αδυναμία των μεγάλων τραπεζών οφείλεται κυρίως στην έκθεσή τους σε δάνεια προς το Δημόσιο. Το χαρτοφυλάκιό τους υποτιμήθηκε μετά την κατάρρευση της αξιοπιστίας του κράτους. Θα ανακτήσει την αξία του αν το κράτος σταθεί στα πόδια του (και αν βεβαίως δεν φύγει ή δεν εκδιωχθεί από το Ευρώ).
— Σε ορισμένα πεδία, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μικρότερα προβλήματα από τις τράπεζες πολλών ανεπτυγμένων χωρών. Ήταν εξαρχής λιγότερο εκτεθειμένες σε επισφάλειες (subprimes, hedge funds). Επίσης, δεν απειλούνται από τεράστιο αριθμό επισφαλών κτηματικών δανείων, επειδή πολύ μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών διαθέτουν ιδιόκτητη στέγη. Τέλος, ο συνολικός ιδιωτικός τομέας δεν είναι υπερχρεωμένος στις ελληνικές τράπεζες, όπως είναι σε άλλες χώρες (Ισλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία, αλλά και ΗΠΑ και ΗΒ).
— Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δύο ειδικότερα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Διαθέτουν επαρκή τεχνογνωσία και μακρά εμπειρία στις γειτονικές χώρες, όπου έχουν πραγματοποιήσει σχετικώς μεγάλες επενδύσεις. Οι οικονομίες των χωρών αυτών ανακάμπτουν και ορισμένες, όπως η τουρκική, αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς. Αν αυτό συνεχιστεί, θα αυξήσει θεαματικά την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών.
— Ένας σημαντικός κίνδυνος απειλεί τις τράπεζες, ίσως λόγω των δυνατοτήτων τους : κινδυνεύουν να τις εξαγοράσουν αλλοδαποί επενδυτές, καταβάλλοντας τις αδικαιολόγητα χαμηλές σημερινές τιμές.
Αρκετά διεθνοποιημένες είναι και ορισμένες ελληνικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις (παράδειγμα, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου). Έχουν σχετικά μεγάλο μέγεθος, καλή εξειδίκευση, καλό προσωπικό, υψηλή παραγωγικότητα και, κυρίως, ανεπτυγμένη διείσδυση σε διεθνείς αγορές. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τις μεταποιητικές και εμπορικές μονάδες που έχουν επεκταθεί στις βαλκανικές χώρες.
Τέλος, προκειμένου να διευκολύνει τις επενδύσεις όλων των παραπάνω επιχειρήσεων, το κράτος θα μπορούσε ίσως να διαπραγματευθεί τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων καθώς και ευρωπαϊκών και ελληνικών τραπεζών σε ένα επενδυτικό κεφάλαιο, ένα Fund. Ο σκοπός του θα ήταν να αναχρηματοδοτεί τις ελληνικές τράπεζες για δάνεια που θα παρέχουν σε εκείνες τις επιχειρήσεις που έχουν ιδιαίτερη αναπτυξιακή σημασία. Π.χ., επιχειρήσεις αιχμής στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες και στη μεγάλη αγροτική παραγωγή.
Ας δούμε τώρα τις υποδομές, πάντοτε με μεγάλη συντομία. Ξεκινούμε με έναν κοινό τόπο : χωρίς επέκταση υποδομών δεν νοείται μακροχρόνια ανάπτυξη. Ως γνωστόν, όμως, οι επενδύσεις υποδομής, μολονότι αναγκαίες, αργούν να αποδώσουν. Επομένως, η χρηματοδότησή τους είναι δύσκολη έως και αδύνατη για μια σχεδόν πτωχευμένη χώρα. Είναι όμως εφικτή με παραχώρηση της μακροχρόνιας εκμετάλλευσης – και ελπίζω να μην ακούσω κραυγές για ιερό εθνικό πλούτο, ξεπούλημα ασημικών και άλλες «αερώδεις φιλοπατρίες».
Έτσι έγιναν το Μετρό, το Αεροδρόμιο, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, έτσι μόνο θα μπορούσαν να γίνουν επενδύσεις που θα ανέτρεπαν την ύφεση και θα έδιναν δουλειά στους νέους και τεχνογνωσία στη χώρα.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καθώς και ιδιωτικές τράπεζες, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στις επενδύσεις υποδομής ή τουλάχιστον να τις χρηματοδοτήσουν. Προφανής και αναγκαίος όρος θα ήταν να δεσμεύονται ως εγγύηση οι κρατικές εισπράξεις από τις παραχωρήσεις και να διατίθενται στην υπηρεσία του δημοσίου χρέους για χρονικό διάστημα διαπραγματεύσιμο κατά περίπτωση.
Θα περιοριστώ τώρα να απαριθμήσω τομείς όπου χρειάζεται τολμηρή πολιτική υποδομών.
— Λιμάνια. Η Ελλάδα είναι η κατεξοχήν νησιωτική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδώ έπρεπε να είχαν γίνει διαπραγματεύσεις για επιπλέον ευρωπαϊκά κονδύλια, αλλά να είχαν γίνει όταν ακόμη η Ελλάδα είχε σχετική αξιοπιστία. Σήμερα, την μεν αξιοπιστία ίσως την επανακτήσουμε κάπως με μεταρρυθμίσεις και με τολμηρή αναπτυξιακή πολιτική την δε διαπραγμάτευση μπορούμε να την εστιάσουμε στην εξασφάλιση τόσο των ευρωπαϊκών κονδυλίων όσο και των δανείων που θα χρηματοδοτήσουν τα σχετικά έργα υποδομής. Είναι προφανές ότι τα έργα πρέπει να παραχωρούνται και οι πρόσοδοί τους να διατίθενται στην εξυπηρέτηση των δανείων.
— Οδικό δίκτυο. Επί 160 χρόνια, έως το 1990, η Ελλάδα μοιραζόταν με άλλες μικρές, ορεινές και ημιανάπτυκτες χώρες μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα: ένα δίκτυο ανισομερές και ανεπαρκές. Ακόμη και σήμερα το οδικό δίκτυο είναι απαρχαιωμένο συγκριτικά με τις απαιτήσεις της εποχής. Το ανεπαρκές αυτό δίκτυο συνδέει κακήν κακώς την ενδοχώρα, ελληνική και βαλκανική, με τα ελληνικά λιμάνια, τα οποία είναι επίσης ανεπαρκέστατα. Μια τολμηρή αναπτυξιακή πολιτική προϋποθέτει ελλαδικό, διαβαλκανικό και διευρωπαϊκό οδικό δίκτυο ταχείας κυκλοφορίας. Η Εγνατία είναι καλό παράδειγμα, αλλά περιορισμένο στη νότια βαλκανική. Χρειάζονται ευρύτεροι ορίζοντες, τους οποίους μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να εξασφαλίσει – και αργά ή γρήγορα θα το κάνει, ίσως προς όφελος άλλων οδικών δικτύων, άλλων λιμανιών, άλλων χωρών. Εκτός εάν η Ελλάδα έχει κάτι να προτείνει, κάτι συγκεκριμένο και οργανωμένο, όχι γενικότητες.
— Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει την ίδια ιδιαιτερότητα. Το έχω χαρακτηρίσει ανισομερές και ανεπαρκές εδώ και 33 χρόνια, το 1977, αναφέροντας επιπλέον ότι ουσιαστικά έχει ελάχιστα αυξηθεί σε χιλιομετρική κάλυψη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Επομένως, οι ευρύτεροι ορίζοντες είναι για τους ελληνικούς σιδηρόδρομους ζήτημα επιβίωσης. Διότι η μικρή έκταση της χώρας και η γεωφυσική της μορφή δεν επιτρέπει αποδοτικές επενδύσεις σε ένα δίκτυο εγχώριο, περιορισμένο και αντιπαραγωγικό εκ φύσεως. Ας μου επιτραπεί λοιπόν να επικροτήσω το ευχολόγιο της Νέας Δημοκρατίας για σιδηροδρομική γραμμή μεγάλης ταχύτητας που θα συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη Βαλτική – τι ωραία ! Εμείς ως ιδιώτες, όμως, δικαιούμαστε να έχουμε χίμαιρες, τα κόμματα όχι – αυτά, όλα τα κόμματα, οφείλουν να μελετούν και να μας προτείνουν συγκεκριμένα σχέδια και με υπολογισμό κόστους, έστω κατά προσέγγιση. Αρκετά ευχολόγια ακούμε από το 1830.
— Στην ενέργεια, η Ελλάδα εξαρτάται από το πετρέλαιο σε βαθμό δυνάμει καταστρεπτικό. Η ανάγκη να αναπτύξει η χώρα τις πηγές αιολικής και ηλιακής ενέργειας είναι κοινοτοπία και η συνεχής επανάληψή της είναι άχρηστη. Αυτό που χρειάζεται και εδώ είναι όχι μόνο οι ευρύτεροι ορίζοντες αλλά, κυρίως, ο κοινός νους και η εκπαίδευση ειδικευμένου έμψυχου υλικού. Οι μελέτες για επενδύσεις αιολικής και ηλιακής ενέργειας και η εφαρμογή τους θα έπρεπε να συγχρονιστούν με την ίδρυση και λειτουργία ερευνητικών εργαστηρίων. Τέτοιες ερευνητικές μονάδες απαιτούν προδιαγραφές που να εγγυώνται την επιτυχία, π.χ., συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια κορυφαία σε αυτούς τους τομείς και άνοιγμα σε ερευνητές και μεταπτυχιακούς φοιτητές από άλλες χώρες. Χίμαιρες, έστω, αλλά αναγκαίες.
— Χωροταξία, πολεοδομία, κτηματολόγιο. Είκοσι χρόνια τώρα τονίζω ότι είμαστε η μόνη χώρα στον πολιτισμένο κόσμο που δεν διαθέτει κτηματολόγιο και που το σέρνει επί δύο σχεδόν αιώνες ώστε να διευκολύνεται η καταπάτηση δημοσίων γαιών, η αυθαίρετη δόμηση και η διαφθορά. Το κτηματολόγιο θα επέτρεπε χωροταξικές και πολεοδομικές έρευνες και αντίστοιχες επενδύσεις υποδομής με προτεραιότητα στις πέντε μεγαλύτερες και προβληματικότερες πόλεις και στον φυσικό τους περίγυρο. Αυτές με τη σειρά τους θα επέτρεπαν μελετημένες επενδύσεις στη βιομηχανία απορριμμάτων και επενδύσεις σε νοσοκομεία, με διεθνείς συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και με προτεραιότητα στη βόρεια και στη νησιωτική χώρα.
Ξέρω πολύ καλά ότι τέτοιες προσπάθειες είναι δυσχερέστατες στη σημερινή Ελλάδα και είπα από την πρώτη στιγμή ότι η επιβίωση της χώρας ΔΕΝ είναι πρόβλημα οικονομίας, είναι πρόβλημα παιδείας, με την ευρύτατη έννοια του όρου. Πάντως, δεν θα απαρνηθώ το καλό σενάριο. Επειδή η ιστορία είναι απροσδιόριστη και απρόβλεπτη, όπως και οι κοινωνίες που φτιάχνουν την ιστορία τους.
Αλλά για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις ευκολίας, επιτρέψτε μου να τελειώσω με απόσπασμα από κάποιο ξεχασμένο βιβλίο μου (Ατελέσφοροι ή τελεσφόροι ; Φόροι και εξουσία στο νεοελληνικό κράτος), δημοσιευμένο πριν σχεδόν 20 χρόνια :
Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα εκατόν πενήντα χρόνια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο.
Τίμημα οικονομικό : φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνείας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές χάριν σοβινιστικής πλειοδοσίας.
Τίμημα πολιτικό : μια δημοκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού.
Τίμημα πολιτισμικό : μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της υλικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος.
Η αναστροφή της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη, είτε με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη.
Είναι η ώρα της αφύπνισης. Πριν από τη διεθνή επιπλοκή, αναπόφευκτη στην περιοχή του πλανήτη που μας έλαχε. Και οπωσδήποτε πριν από την κοινωνική ρήξη.
(*) Ο κ. Δερτιλής είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας, διευθυντής σπουδών της Ιcole des Hautes Ιtudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
1 σχόλιο:
Έχω να ομολογήσω ότι γενικά βαριούνται να μάθουν το όλο πράγμα , αλλά νομίζω ότι μπορείτε ενδεχομένως να προσθέσετε κάποια αξία . Μπράβο!
Δημοσίευση σχολίου