Το στοίχημα αν η παραμονή των χωρών του Νότου στην Ευρωζώνη είναι συμβατή με
την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα παραμένει ανοικτό, με τη Γερμανία να
εξακολουθεί το οριακό παιχνίδι καθυστέρησης, με στήριξη στο παρά πέντε, που
αποτρέπει την ασύντακτη χρεοκοπία αλλά δεν λύνει το πρόβλημα.
Την ίδια στιγμή, καταγράφεται μαζική φυγή των πολυεθνικών από τον Νότο, ο οποίος αργά αλλά σταθερά συρρικνώνεται ως ποσοστό στις εντός Ε.Ε. - Ευρωζώνης εξαγωγές της Γερμανίας. Πέραν της φυγής των πολυεθνικών και παρά της περί του αντιθέτου εντυπώσεις, οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν φαίνεται να έλκονται ούτε από τις fast track ιδιωτικοποιήσεις, ούτε από τις ευκαιρίες φθηνών εξαγορών στον ιδιωτικό τομέα των χωρών του Νότου της Ευρωζώνης.
Με τα παραπάνω δεδομένα, η απαξίωση του Νότου για το Βερολίνο δεν προβάλλει πλέον ως συγκυριακή, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, αλλά ως μακράς διαρκείας, καθώς παραπέμπει στη μέχρι το 1998 αρνητική θέση του Κολ για συμμετοχή των νότιων χωρών στην Ευρωζώνη.
Ο Νότος κοστίζει πολύ σε επιδοτήσεις και σε πακέτα στήριξης και ταυτόχρονα δυσφορεί κοινωνικά και πολιτικά απέναντι στην επιβολή του γερμανικού δημοσιονομικού μοντέλου.
Σε αντίθεση, όμως, με την Αθήνα, τη Λισαβόνα, τη Μαδρίτη και τη Ρώμη, υπάρχουν οι εντός αλλά και εκτός Ευρωζώνης χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που μόνον αναβάθμιση του χαμηλού βιοτικού τους επιπέδου προσδοκούν αν προσδεθούν στο άρμα της Γερμανίας.
Επιπλέον η γεωγραφική εγγύτητα των χωρών αυτών με την παραγωγική βάση της Γερμανίας επιτρέπει μια επικερδή για τη γερμανική πλευρά γεωγραφική ανακατανομή δραστηριοτήτων χωρίς να τίθεται το δίλημμα της αποβιομηχάνισης.
Ηδη, έχουμε μπροστά μας το παράδειγμα της Πολωνίας, που εισπράττει σημαντικό μέρισμα από τη γερμανική ευημερία και ταυτόχρονα διαμορφώνει μια στενή ειδική σχέση με το Βερολίνο.
Επιπροσθέτως υπάρχει η πρόκληση της έλλειψης σύγχρονων δικτύων στην περιοχή,
από αυτοκινητοδρόμους και σιδηροδρόμους μέχρι και τις τηλεπικοινωνίες, μια
βαρύνουσα πρόκληση ανάπτυξης για τις γερμανικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα μια
καλή επενδυτική ευκαιρία για το φθηνό χρήμα που έχει εισρεύσει στη χώρα με
χαμηλά, μηδενικά και ακόμη και με αρνητικά επιτόκια.
Η απαξίωση του Νότου από τη Γερμανία στριμώχνει αφάνταστα τη Γαλλία, η οποία επέβαλε το 1998 τη συμμετοχή της Ιταλίας, που συμπαρέσυρε την Ισπανία και την Πορτογαλία με την απειλή ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ασκούσε βέτο στη διεύρυνση της Ε.Ε. στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Αν στη σημερινή Ε.Ε. η Γαλλία φιλοδοξεί να ασκεί ρόλο ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο, σε μια Ευρωζώνη χωρίς Νότο, το Παρίσι θα προβάλλει ως η εξαίρεση με τον μέσο όρο, ως σταθερή απομονωμένη μειοψηφούσα ψήφος.
Ετσι, η Κεντρική - Ανατολική Ευρώπη προβάλλει ως υποκατάστατο του Νότου της Ευρωζώνης στη γερμανική ευρωπαϊκή στρατηγική, ως φθηνότερη επιλογή, με το επιπλέον πολιτικό πλεονέκτημα ότι οι χώρες της περιοχής αντί να δυσφορούν διαγκωνίζονται για να εισπράξουν μέρισμα από τη γερμανική οικονομική ισχύ.
Η πλήρης αφομοίωση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο με τη Γερμανία ήταν το κυρίαρχο γεωπολιτικό όραμα στο Βερολίνο στις αρχές του 20ού αιώνα και δεν είναι τυχαίο ότι η Οστπολιτίκ του Μπραντ, παρά τον χαρακτήρα απότομης στροφής που είχε για τη Δυτική Γερμανία, έγινε γρήγορα συνολικά αποδεκτή, καθώς δεν ήταν μόνον τομή στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και συνέχεια των πάγιων στοχεύσεων της χώρας.
Μακράς διαρκείας
Η απαξίωση του Νότου για το Βερολίνο δεν προβάλλει πλέον ως συγκυριακή, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, αλλά ως μακράς διαρκείας, καθώς παραπέμπει στην μέχρι το 1998 αρνητική θέση του Κολ για συμμετοχή των νότιων χωρών στην Ευρωζώνη. Ο Νότος κοστίζει πολύ σε επιδοτήσεις και σε πακέτα στήριξης και ταυτόχρονα δυσφορεί κοινωνικά και πολιτικά απέναντι στην επιβολή του γερμανικού δημοσιονομικού μοντέλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου