Δίχως αμφιβολία, η οικονομική ύφεση που πλήττει τη χώρα είναι πρωτοφανής σε ένταση και σε διάρκεια. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Eurostat, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(ΑΕΠ) της Ελλάδας το 2012 θα είναι χαμηλότερο κατά 15,8% σε
σχέση με το 2009 (και κατά 18,6% από ό,τι το 2007).
Τα μεγέθη αυτά είναι σε πραγματικούς όρους, δηλ. αφού αφαιρεθεί η επίδραση του πληθωρισμού.
Η οικονομική ύφεση μειώνει τη ζήτηση για εργασία εκ μέρους των επιχειρήσεων, και συνεπώς μειώνει τους μισθούς και την απασχόληση.
Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, ενώ το Μάιο 2008 ο
αριθμός των ανέργων στην Ελλάδα δεν ξεπερνούσε τις 325 χιλιάδες (ποσοστό ανεργίας 6,6%), τον Αύγουστο 2012 ήταν πάνω
από 1 εκατομμύριο 200 χιλιάδες (ποσοστό ανεργίας 24,4%).
Σε ό,τι αφορά τους μισθούς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2012 οι μέσες αποδοχές των μισθωτών θα
είναι σε πραγματικούς όρους χαμηλότερες κατά 22,9% σε σχέση
με το 2009 (και κατά 5,0% χαμηλότερες σε σχέση με το 2000),
ενώ οι κατώτατες αποδοχές θα είναι το 2012 χαμηλότερες κατά
24,5% από ό,τι το 2009 (και κατά 9,6% από ό,τι το 2000).
Η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των μισθών είναι ένας βασικός μηχανισμός μείωσης των οικογενειακών εισοδημάτων ως
συνέπεια της κρίσης. Η ανεργία όμως δεν οδηγεί αναγκαστικά
στη φτώχεια : αυτό εξαρτάται από το καθεστώς απασχόλησης και
από τις αμοιβές των άλλων μελών της οικογένειας, καθώς και
από τα υπόλοιπα εισοδήματα (και κοινωνικά επιδόματα) του
νοικοκυριού.
Επίσης, η κρίση επιδρά και σε άλλα εισοδήματα, με διάφορους
τρόπους, οι οποίοι συχνά συνδέονται στενά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης (με στόχο τη μείωση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού) μειώνουν απευθείας τα εισοδήματα από απασχόληση στο Δημόσιο, καθώς και από συντάξεις ή άλλες κοινωνικές παροχές, ενώ ταυτόχρονα
αυξάνουν τα φορολογικά βάρη.
Επίσης, καθώς η πιστωτική κάλυψη των ατομικών επιχειρήσεων εκ μέρους των τραπεζών περιορίζεται και η ζήτηση για τις αντίστοιχες υπηρεσίες υποχωρεί η κρίση μειώνει τα εισοδήματα από αυτοαπασχόληση. Από την άλλη, το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι (ή θα έπρεπε να είναι) σχεδιασμένο για να αναπληρώνει ένα μέρος των εισοδηματικών απωλειών των ανέργων, των χαμηλομίσθων και των φτωχών οικογενειών σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Επί πλέον, η κρίση επηρεάζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με πολλούς άλλους τρόπους. Τα μέτρα λιτότητας ενδέχεται να μειώσουν τον «κοινωνικό μισθό», δηλ. την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών (βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολική εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, φάρμακα, φροντίδα ηλικιωμένων κ.ά.) που παρέχονται στους πολίτες.
Η μείωση του εισοδήματος πιέζει όσες οικογένειες έχουν συσσωρεύσει χρέη (π.χ. στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια). Η πτώση της αξίας της ιδιόκτητης κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων επηρεάζει την κατανάλωση και την αποταμίευση. Η συνδυασμένη μείωση του εισοδήματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προκαλεί μια γενικότερη αίσθηση οικονομικής στενότητας και υλικής στέρησης, ιδιαίτερα σε ορισμένες κατηγορίες (π.χ. ηλικιωμένοι).
Η αύξηση του ειδικού βάρους των δαπανών κατοικίας (ενοίκιο, δόση στεγαστικού δανείου, έξοδα θέρμανσης) στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς επιτείνει αυτή την αίσθηση. Τέλος, η αύξηση των τιμών ενισχύει τη γενική αίσθηση δυσπραγίας. Η εμπειρική έρευνα δεν μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις παρα- πάνω επιδράσεις : είτε επειδή τα διαθέσιμα δεδομένα δεν το επι- τρέπουν, είτε επειδή τα σχετικά φαινόμενα συχνά είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Ούτε άλλωστε εξαντλούνται οι πολύ ευ- ρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις της ύφεσης στην υποχώρηση του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Οπωσδήποτε, όμως, οι επιπτώσεις αυτές είναι απολύτως κρίσιμες.
Επίσης, καθώς η πιστωτική κάλυψη των ατομικών επιχειρήσεων εκ μέρους των τραπεζών περιορίζεται και η ζήτηση για τις αντίστοιχες υπηρεσίες υποχωρεί η κρίση μειώνει τα εισοδήματα από αυτοαπασχόληση. Από την άλλη, το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι (ή θα έπρεπε να είναι) σχεδιασμένο για να αναπληρώνει ένα μέρος των εισοδηματικών απωλειών των ανέργων, των χαμηλομίσθων και των φτωχών οικογενειών σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Επί πλέον, η κρίση επηρεάζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με πολλούς άλλους τρόπους. Τα μέτρα λιτότητας ενδέχεται να μειώσουν τον «κοινωνικό μισθό», δηλ. την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών (βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολική εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, φάρμακα, φροντίδα ηλικιωμένων κ.ά.) που παρέχονται στους πολίτες.
Η μείωση του εισοδήματος πιέζει όσες οικογένειες έχουν συσσωρεύσει χρέη (π.χ. στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια). Η πτώση της αξίας της ιδιόκτητης κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων επηρεάζει την κατανάλωση και την αποταμίευση. Η συνδυασμένη μείωση του εισοδήματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προκαλεί μια γενικότερη αίσθηση οικονομικής στενότητας και υλικής στέρησης, ιδιαίτερα σε ορισμένες κατηγορίες (π.χ. ηλικιωμένοι).
Η αύξηση του ειδικού βάρους των δαπανών κατοικίας (ενοίκιο, δόση στεγαστικού δανείου, έξοδα θέρμανσης) στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς επιτείνει αυτή την αίσθηση. Τέλος, η αύξηση των τιμών ενισχύει τη γενική αίσθηση δυσπραγίας. Η εμπειρική έρευνα δεν μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις παρα- πάνω επιδράσεις : είτε επειδή τα διαθέσιμα δεδομένα δεν το επι- τρέπουν, είτε επειδή τα σχετικά φαινόμενα συχνά είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Ούτε άλλωστε εξαντλούνται οι πολύ ευ- ρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις της ύφεσης στην υποχώρηση του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Οπωσδήποτε, όμως, οι επιπτώσεις αυτές είναι απολύτως κρίσιμες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου