Σαν σήμερα, στις 3 Μαΐου του 2011 ο Θανάσης Βέγγος σε ηλικία 84 ετών ταξίδεψε στην αιωνιότητα. Εκεί, τον υποδέχτηκαν οι μεγάλοι εκλιπόντες της κωμωδίας με ένα αυτοσχέδιο πάρτι, που ξεκίνησε με το «Monsieur cannibal» να παίζει στη διαπασών…
Θυμάμαι όταν κάποια καλοκαιρινά σαββατόβραδα, κάπου στα τέλη των 70s, μαζευόμαστε συγγενείς και φίλοι διάφορων ηλικιών για να δούμε στην αυλή των γιασεμιών και της γαρδένιας του πατρικού μου σπιτιού από την ασπρόμαυρη Telefunken των 14 ιντσών τον Θανάση να πυροβολεί κυριολεκτικά στο γάμο του Καραγκιόζη (σε κανονικότατο μπερντέ) και να πέφτει σε αλλεπάλληλες γκάφες παίζοντας τη σουρεάλ βερσιόν ενός ξεκαρδιστικού δόκιμου μυστικού πράκτορα («Βοήθεια! Ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000» – 1967 και «Θου Βου, Φαλακρός Πράκτωρ: Επιχείρησις Γης Μαδιάμ» – 1969). Τότε, καλώς ή κακώς, δεν υπήρχαν τα δεκάδες παιδικά θέατρα, τα εργαστήρια, τα παιδικά δορυφορικά κανάλια της TV κτλ. που (ενδεχομένως) διασκεδάζουν την αστική πλήξη των τωρινών πιτσιρικάδων. Εκείνη την εποχή τη βγάζαμε κυρίως με το μαγικό ελληνικό σινεμά που πρόβαλε η ΕΙΡΤ και η ΥΕΝΕΔ.
Από κει γνωρίσαμε ουσιαστικά την κωμωδία. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ο Κωνσταντάρας ήταν ταμάμ για τους μεσήλικες, ο Βουτσάς για τους τριαντάρηδες, ο Ηλιόπουλος για τους αστούς κι αυτούς που εκτιμούσαν το λεπτό χιούμορ και η Βουγιουκλάκη για τα κοριτσάκια της διπλανής πόρτας. Εννοείται ότι κι οι άλλοι (Γκιωνάκης, Σταυρίδης, Καρέζη και ΣΙΑ) μας διασκέδαζαν, αλλά δεν πολυμπαίναμε στον κόπο να καταλάβουμε την τέχνη τους, καθώς το σινεμά τους είχε να κάνει με τις καταστάσεις των μεγάλων.
Ο ήρωας του δρόμου
Από την άλλη, ο Θανάσης μιλούσε στις παιδικές μας καρδιές με έναν απλό και ουσιαστικό τρόπο, μας έφτιαχνε τα βράδια με την τρέλα του. Δεν ήταν τυχαίο που στις ταινίες του εμφανιζόταν ενίοτε ένα τσούρμο από αλαλάζοντα πιτσιρίκια να τρέχουν στο κατόπι του («Ο τρελάρας» – 1963, «Ο πολύτεκνος» – 1964 κ.ά.), τα οποία μαγεύονταν από το (αγαθό τότε) ποδόσφαιρο, τρελαίνονταν για τις πλάκες και την έβγαζαν στις αλάνες, όπου ο Βέγγος αλώνιζε, σκονίζοντας το φακό της κάμερας («Οι φτωχοδιάβολοι» – 1964, «Πάρε κόσμε» – 1967 κ.ά.) με τις απίθανες παλαβομάρες του.
Ωστόσο, ο Θανάσης των μικρών έκανε και για τους μεγάλους, καθώς υποδυόταν χαρακτήρες που έπεφταν θύματα παρεξηγήσεων («Τύφλα να ’χει ο Μάρλον Μπράντο» – 1963), είχαν αδυναμίες και κολλήματα («Θα σε κάνω βασίλισσα» – 1964) και προσπαθούσαν να τη βγάλουν καθαρή και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην («Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» – 1963).
Αυθεντικό ταλέντο
Ο Θανάσης δεν σπούδασε υποκριτική και το διάβασμα το έψαξε μόνος του. Τον ανακάλυψε ο Νίκος Κούνδουρος την εποχή των πολιτικών εξοριών στη Μακρόνησο (αρχές της δεκαετίας του ’50). Ο πηγαίος αυθορμητισμός, η χαρισματική ιδιοσυγκρασία και το αστείρευτο αυτοσχεδιαστικό ταλέντο του Θανάση έφταναν και περίσσευαν για να πάρει ρόλους από τον αξιόλογο Έλληνα σκηνοθέτη («Μαγική πόλις» – 1955, «Ο δράκος» – 1956) και να ξεκινήσει η κινηματογραφική καριέρα του. Τη δεκαετία του ’60 έπαιξε σε 64 ταινίες, αποτελώντας μια πραγματική μηχανή γέλιου.
Δεν υπήρξε ομορφάντρας σαν τον Αλεξανδράκη, ούτε γόης σαν τον Μπάρκουλη και τον Παπαμιχαήλ, αλλά έκλεβε πάντα την παράσταση όταν έπαιζε μαζί τους, διότι οι περσόνες του ήταν λαϊκές με την ουσιαστική έννοια του όρου. Στο μυαλό μου (και φαντάζομαι όχι μόνο στο δικό μου) ο Θανάσης βρίσκεται ανάμεσα σε κορυφαίους εκλιπόντες κωμικούς του πλανήτη που έλαμψαν στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, όπως ο Λουί ντε Φινές, ο Φερναντέλ, ο Πίτερ Σέλερς.
Εκτιμώ απεριόριστα τους καλλιτέχνες που πασχίζουν, τσαλακώνονται, σκίζονται και ματώνουν για να σε κάνουν να γελάσεις, έχοντας πρώτο εφόδιο τον πληθωρικό καλλιτεχνικό εαυτό τους. Αυτούς που δεν πατούν εκ του ασφαλούς (και διεκπεραιωτικά) σε ένα έξυπνο σενάριο, αλλά ακόμη και μέσα από το low budget φτιάχνουν τέχνη. Σε αυτή την κορυφαία «λίγκα» ανήκει ο Θανάσης, που αποδείχτηκε περισσότερο εραστής παρά επαγγελματίας του σινεμά, αφού είδε την εταιρεία του ΘΒ – Ταινίες Γέλιου να φαλιρίζει μέσα σε τέσσερα χρόνια (1965-1969), αφήνοντας όμως εννέα αξέχαστα φιλμ («Ένας τρελός, τρελός Βέγγος» – 1965, «Θανάση, ξέρεις από βέσπα;» – 1967 κτλ.).
Βέγγος για πάντα.
Τη δεκαετία του ‘70 ο Βέγγος πρωταγωνίστησε σε 16 ταινίες. Η κωμωδία του ωστόσο χρωματίστηκε από αλληγορίες, κριτικό πνεύμα, κοινωνικά μηνύματα και καταγγελίες. Οι ιστορίες του έγιναν περισσότερο γλυκόπικρες («Ένας ξέγνοιαστος παλαβιάρης» – 1971, «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου» – 1972, «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» – 1973) και μετά το 1976 έξυναν τις (ανοιχτές) πολιτικές πληγές του τόπου, όπως συνέβη στο αντιχουντικό «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», με τις καταπληκτικές σκηνές με τον ίδιο να τραγουδά «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» του Θεοδωράκη, χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι ότι ακούγεται τέρμα από το εξωτερικό ηχείο του φορτηγού, να πηγαίνει για κατούρημα σε έναν τοίχο μαζί με 100 χαφιέδες που τον παρακολουθούν, και φορώντας γύψο στο λαιμό του (καθότι οι φασίστες τον είχαν σαπίσει στο ξύλο) να προσπαθεί να φτιάξει καφέ με αυτοσχέδιο καθρεφτάκι.
Στα 80s ο Βέγγος έγινε το συνώνυμο του τρεξίματος στα χείλη ενός ολόκληρου λαού, έκανε μόνος του τα επικίνδυνα stunts («Ο τρελός καμικάζι» – 1980) και μπήκε στην τροχιά της βιντεοταινίας. Στα 90s συγκινεί στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), που μιλά προφητικά για τον κύκλο που κλείνει η Ελλάδα και γενικώς η ράτσα μας, ενώ στο «Όλα είναι δρόμος» (1998) παραδίδει ντόμπρα μαθήματα οικολογίας, φιλοζωίας και ανθρωπισμού.
Αυτός είναι ο δικός μας Θανάσης, ο Θανάσης των ανθρώπων της ηλικίας μου, αυτός που έπαιξε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο και τον χειροκροτούσαν για ένα τέταρτο όρθιοι όλοι, μα όλοι. Αυτός που έφυγε πέρυσι στις 3 του Μάη κι ο κόσμος τον έκανε πρώτο θέμα παντού (συζητήσεις, social media, Τύπος κτλ.). Ο αστείος, ο τρελός, ο ανατρεπτικός, ο συγκινητικός. Ο Θανάσης που μετά από μια έντονη ατάκα συνήθιζε να τρεμοπαίζει το κεφάλι του, λες και του τελείωνε το οξυγόνο. Ίσως ο τελευταίος των Μοϊκανών της ελληνικής κωμωδίας...
Εκτιμώ απεριόριστα τους καλλιτέχνες που πασχίζουν, τσαλακώνονται, σκίζονται και ματώνουν για να σε κάνουν να γελάσεις, έχοντας πρώτο εφόδιο τον πληθωρικό καλλιτεχνικό εαυτό τους. Αυτούς που δεν πατούν εκ του ασφαλούς (και διεκπεραιωτικά) σε ένα έξυπνο σενάριο, αλλά ακόμη και μέσα από το low budget φτιάχνουν τέχνη. Σε αυτή την κορυφαία «λίγκα» ανήκει ο Θανάσης, που αποδείχτηκε περισσότερο εραστής παρά επαγγελματίας του σινεμά, αφού είδε την εταιρεία του ΘΒ – Ταινίες Γέλιου να φαλιρίζει μέσα σε τέσσερα χρόνια (1965-1969), αφήνοντας όμως εννέα αξέχαστα φιλμ («Ένας τρελός, τρελός Βέγγος» – 1965, «Θανάση, ξέρεις από βέσπα;» – 1967 κτλ.).
Βέγγος για πάντα.
Τη δεκαετία του ‘70 ο Βέγγος πρωταγωνίστησε σε 16 ταινίες. Η κωμωδία του ωστόσο χρωματίστηκε από αλληγορίες, κριτικό πνεύμα, κοινωνικά μηνύματα και καταγγελίες. Οι ιστορίες του έγιναν περισσότερο γλυκόπικρες («Ένας ξέγνοιαστος παλαβιάρης» – 1971, «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου» – 1972, «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» – 1973) και μετά το 1976 έξυναν τις (ανοιχτές) πολιτικές πληγές του τόπου, όπως συνέβη στο αντιχουντικό «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», με τις καταπληκτικές σκηνές με τον ίδιο να τραγουδά «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» του Θεοδωράκη, χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι ότι ακούγεται τέρμα από το εξωτερικό ηχείο του φορτηγού, να πηγαίνει για κατούρημα σε έναν τοίχο μαζί με 100 χαφιέδες που τον παρακολουθούν, και φορώντας γύψο στο λαιμό του (καθότι οι φασίστες τον είχαν σαπίσει στο ξύλο) να προσπαθεί να φτιάξει καφέ με αυτοσχέδιο καθρεφτάκι.
Στα 80s ο Βέγγος έγινε το συνώνυμο του τρεξίματος στα χείλη ενός ολόκληρου λαού, έκανε μόνος του τα επικίνδυνα stunts («Ο τρελός καμικάζι» – 1980) και μπήκε στην τροχιά της βιντεοταινίας. Στα 90s συγκινεί στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), που μιλά προφητικά για τον κύκλο που κλείνει η Ελλάδα και γενικώς η ράτσα μας, ενώ στο «Όλα είναι δρόμος» (1998) παραδίδει ντόμπρα μαθήματα οικολογίας, φιλοζωίας και ανθρωπισμού.
Αυτός είναι ο δικός μας Θανάσης, ο Θανάσης των ανθρώπων της ηλικίας μου, αυτός που έπαιξε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο και τον χειροκροτούσαν για ένα τέταρτο όρθιοι όλοι, μα όλοι. Αυτός που έφυγε πέρυσι στις 3 του Μάη κι ο κόσμος τον έκανε πρώτο θέμα παντού (συζητήσεις, social media, Τύπος κτλ.). Ο αστείος, ο τρελός, ο ανατρεπτικός, ο συγκινητικός. Ο Θανάσης που μετά από μια έντονη ατάκα συνήθιζε να τρεμοπαίζει το κεφάλι του, λες και του τελείωνε το οξυγόνο. Ίσως ο τελευταίος των Μοϊκανών της ελληνικής κωμωδίας...
2 σχόλια:
....δάκρυσα...ευχαριστώ
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος;
Δημοσίευση σχολίου