Μια άκρως ενδιαφέρουσα, τολμηρή και ευέλικτη πρόταση για τη στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομιών που έχουν πληγεί από την κρίση, δηλαδή της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης – η οποία μάλιστα παρουσιάζει το επιπλέον πλεονέκτημα της δυνατότητας υλοποίησης της χωρίς να απαιτείται από τους ισχυρούς του ευρωπαϊκού Βορρά να … ανοίξουν τα πορτοφόλια τους – κατέθεσε χτες το γνωστό think tank των Βρυξελλών Ινστιτούτο Bruegel.
Η πρόταση προβλέπει τη συγκρότηση ενός ειδικού προσωρινού μηχανισμού με τον τίτλο ‘Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Οικονομική Ανάκαμψη’ που θα συγκεντρώσει τα διαθέσιμα αλλά αχρησιμοποίητα κονδύλια των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείων Σύγκλισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία έχουν ήδη αναγνωριστεί στις χώρες αυτές στο πλαίσιο των σχετικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων της περιόδου 2007-2013. Το Ταμείο αυτό προτείνεται να λειτουργήσει κατά την περίοδο 2011 – 2013 και να έχει στόχο την προώθηση της ανάπτυξης στις χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση και τη διευκόλυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Μπρύγκελ ξεκινά διαπιστώνοντας ότι σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που σηματοδοτείται από την οικονομική κρίση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και την Ανατολική Ευρώπη, και που επισφραγίζεται από δυσχέρειες στην εξασφάλιση των αναγκαίων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των χωρών μελών που χρειάζονται ή μπορεί να χρειαστούν διάσωση, υπάρχει μια πηγή ευρωπαϊκών κονδυλίων στην οποία δεν αποδίδεται η δέουσα προσοχή. Είναι τα κονδύλια των ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής.
>>>Διαβάστε τη συνέχεια...
Υπάρχει ένα σημαντικό μέρος των κονδυλίων των ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής που έχουν αναγνωρισθεί στις ευρωπαϊκές χώρες – όχι μόνο τις προβληματικές χώρες του Νότου αλλά και χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα –, συνεχίζει η έκθεση, αλλά είτε δεν έχουν δεσμευτεί από αυτές, είτε δεν έχουν απορροφηθεί. Για την Πορτογαλία, τα μη χρησιμοποιημένα και διαθέσιμα κονδύλια για την περίοδο 2011-2013, ανέρχονται στο 9.3% του ΑΕΠ της, για την Ελλάδα στο 7%, για την Ισπανία στο 2.5%, για την Ιρλανδία στο 0.4% ενώ για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου τρεις χώρες εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής – Ρουμανία, Ουγγαρία και Λετονία – κατά μέσο όρο στο 15%.
Τα μεγάλα αυτά αδιάθετα κονδύλια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση της κρίσης, ώστε να εξυπηρετήσουν τρεις στόχους, προτείνει το Μπρύγκελ: Πρώτον, ώστε να αντισταθμίσουν την ύφεση και τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής σταθεροποίησης στις χώρες που έχουν δεχτεί οικονομική βοήθεια και άρα εφαρμόζουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας, όπως είναι οι περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ουγγαρίας, της Λιθουανίας και της Ρουμανίας, είτε επιχειρούν να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας έτσι ώστε να αποφύγουν τη διεθνή βοήθεια όπως είναι οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.
Δεύτερον, ώστε να διαφυλάξουν τις βασικές δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές, το ανθρώπινο κεφάλαιο και την έρευνα εν μέσω της ύφεσης, κατά τρόπο που θα στηρίξει το μακροπρόθεσμο παραγωγικό δυναμικό των οικονομιών τους.
Τρίτο, ώστε να διευκολύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες που εφαρμόζουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας.
Η ίδρυση ενός τέτοιου προσωρινού Ευρωπαϊκού Ταμείου καθίσταται κατά τις εκτιμήσεις της μελέτης του Μπρύγκελ απαραίτητη, επειδή η αρνητική οικονομική συγκυρία επιδεινώνει τα γνωστά από παλαιότερα ζητήματα της φτωχής απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. «Το πρόβλημα πιθανότατα επιδεινώνεται εν μέσω της κρίσης είτε επειδή οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να συντονίσουν έναν επαρκή αριθμό σχεδίων που θα είναι κατάλληλα για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, είτε επειδή η αρχή της συγχρηματοδότησης σε μια συγκυρία δημοσιονομικής σύσφιξης και μείωσης των εσωτερικών δημόσιων πόρων πιέζει τα κράτη», τονίζεται.
Η έκθεση καταλήγει σε τρεις προτάσεις για τη διαχείριση των κονδυλίων αυτών κατά τρόπο που θα ξεμπλοκάρει τα προβλήματα απορρόφησης των κονδυλίων, θα βοηθήσει τις χώρες της περιφερειακής Ευρώπης στην αντιμετώπιση της αρνητικής συγκυρίας αλλά και – το σημαντικότερο για τους συντάκτες της – θα διασφαλίσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαρθρωτικών ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο Μπρύγκελ προτείνει :
Πρώτον, την εγκατάλειψη της παλαιάς λογικής που έδινε κίνητρα για την απορρόφηση των κονδυλίων και μόνο, και, αντ’ αυτού, την εισαγωγή κριτηρίων για τη διασφάλιση της οικονομικής τους επιτυχίας και αποτελεσματικότητας, πράγμα που μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον τα σχέδια αντιμετωπίζουν πράγματι τις διαρθρωτικές αδυναμίες μιας χώρας και τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες, κατά τρόπο που θα αναγνωρίζει και την αντί-κυκλική λειτουργία των Ταμείων. «Τα προγράμματα προσαρμογής για τις χώρες που τελούν στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων διάσωσης δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο χρηματοδοτικούς στόχους απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα δίνουν κίνητρα για την απορρόφηση και μόνη αυτή, αλλά που θα δίνουν κίνητρα για τη χρήση των διαρθρωτικών κονδυλίων κατά τρόπο αποτελεσματικό. Στο πλαίσιο αυτό συνιστάται ο προσδιορισμός των προτεραιοτήτων ανά χώρα και η παροχή στις χώρες συγκεκριμένων οδηγιών, άκαμπτου ή ευέλικτου τύπου, για τα σχέδια που μπορούν να εφαρμοστούν και εάν είναι απαραίτητη, η παροχή τεχνικής βοήθειας για την υλοποίησή τους». Στην περίπτωση της Ελλάδας ιδιαίτερες διαρθρωτικές αδυναμίες θεωρούνται το σύστημα των σιδηροδρόμων, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των αγορών προϊόντων εξαιτίας των υψηλού κόστους εισόδου τους, η ακαμψία του συστήματος εκπαίδευσης και το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της έρευνας και της καινοτομίας, και, άρα, οι πολύ χαμηλές εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Δεύτερον, η ανάληψη της διαχείρισης αυτών των προγραμμάτων από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη συνδρομή μιας εκτελεστικής υπηρεσίας και η προσωρινή αναστολή της συγχρηματοδότησης από εσωτερικούς δημόσιους πόρους των πληττόμενων κρατών στο πλαίσιο αυτό.
Τρίτον, η προώθηση της χρήσης ευέλικτων δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων από την ΕΕ με στόχο την ενίσχυση των συνεργιών με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η έκθεση αναφέρει πως υπάρχουν ενδείξεις ότι όσα κράτη λαμβάνουν μικρά ποσά από τα Διαρθρωτικά Ταμεία ζητούν και μικρά δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. «Οι μικρές χώρες είναι λιγότερο ικανές στο να εκμεταλλεύονται τις θετικές συνέργιες ανάμεσα στα δύο εργαλεία». Και «από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα χρηματοδοτεί άνω του 50% του συνολικού κόστους ενός προγράμματος μόνο υπό εξαιρετικές συνθήκες, ο κανόνας αυτός πρέπει να εφαρμοστεί στις μικρές χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία και ιδίως σε αυτές που αντιμετωπίζουν πρόβλημα», καταλήγει η έκθεση του Μπρύγκελ.
Από το ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 10
Τα μεγάλα αυτά αδιάθετα κονδύλια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση της κρίσης, ώστε να εξυπηρετήσουν τρεις στόχους, προτείνει το Μπρύγκελ: Πρώτον, ώστε να αντισταθμίσουν την ύφεση και τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής σταθεροποίησης στις χώρες που έχουν δεχτεί οικονομική βοήθεια και άρα εφαρμόζουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας, όπως είναι οι περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ουγγαρίας, της Λιθουανίας και της Ρουμανίας, είτε επιχειρούν να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας έτσι ώστε να αποφύγουν τη διεθνή βοήθεια όπως είναι οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.
Δεύτερον, ώστε να διαφυλάξουν τις βασικές δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές, το ανθρώπινο κεφάλαιο και την έρευνα εν μέσω της ύφεσης, κατά τρόπο που θα στηρίξει το μακροπρόθεσμο παραγωγικό δυναμικό των οικονομιών τους.
Τρίτο, ώστε να διευκολύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες που εφαρμόζουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας.
Η ίδρυση ενός τέτοιου προσωρινού Ευρωπαϊκού Ταμείου καθίσταται κατά τις εκτιμήσεις της μελέτης του Μπρύγκελ απαραίτητη, επειδή η αρνητική οικονομική συγκυρία επιδεινώνει τα γνωστά από παλαιότερα ζητήματα της φτωχής απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. «Το πρόβλημα πιθανότατα επιδεινώνεται εν μέσω της κρίσης είτε επειδή οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να συντονίσουν έναν επαρκή αριθμό σχεδίων που θα είναι κατάλληλα για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, είτε επειδή η αρχή της συγχρηματοδότησης σε μια συγκυρία δημοσιονομικής σύσφιξης και μείωσης των εσωτερικών δημόσιων πόρων πιέζει τα κράτη», τονίζεται.
Η έκθεση καταλήγει σε τρεις προτάσεις για τη διαχείριση των κονδυλίων αυτών κατά τρόπο που θα ξεμπλοκάρει τα προβλήματα απορρόφησης των κονδυλίων, θα βοηθήσει τις χώρες της περιφερειακής Ευρώπης στην αντιμετώπιση της αρνητικής συγκυρίας αλλά και – το σημαντικότερο για τους συντάκτες της – θα διασφαλίσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαρθρωτικών ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο Μπρύγκελ προτείνει :
Πρώτον, την εγκατάλειψη της παλαιάς λογικής που έδινε κίνητρα για την απορρόφηση των κονδυλίων και μόνο, και, αντ’ αυτού, την εισαγωγή κριτηρίων για τη διασφάλιση της οικονομικής τους επιτυχίας και αποτελεσματικότητας, πράγμα που μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον τα σχέδια αντιμετωπίζουν πράγματι τις διαρθρωτικές αδυναμίες μιας χώρας και τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες, κατά τρόπο που θα αναγνωρίζει και την αντί-κυκλική λειτουργία των Ταμείων. «Τα προγράμματα προσαρμογής για τις χώρες που τελούν στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων διάσωσης δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο χρηματοδοτικούς στόχους απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα δίνουν κίνητρα για την απορρόφηση και μόνη αυτή, αλλά που θα δίνουν κίνητρα για τη χρήση των διαρθρωτικών κονδυλίων κατά τρόπο αποτελεσματικό. Στο πλαίσιο αυτό συνιστάται ο προσδιορισμός των προτεραιοτήτων ανά χώρα και η παροχή στις χώρες συγκεκριμένων οδηγιών, άκαμπτου ή ευέλικτου τύπου, για τα σχέδια που μπορούν να εφαρμοστούν και εάν είναι απαραίτητη, η παροχή τεχνικής βοήθειας για την υλοποίησή τους». Στην περίπτωση της Ελλάδας ιδιαίτερες διαρθρωτικές αδυναμίες θεωρούνται το σύστημα των σιδηροδρόμων, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των αγορών προϊόντων εξαιτίας των υψηλού κόστους εισόδου τους, η ακαμψία του συστήματος εκπαίδευσης και το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της έρευνας και της καινοτομίας, και, άρα, οι πολύ χαμηλές εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Δεύτερον, η ανάληψη της διαχείρισης αυτών των προγραμμάτων από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη συνδρομή μιας εκτελεστικής υπηρεσίας και η προσωρινή αναστολή της συγχρηματοδότησης από εσωτερικούς δημόσιους πόρους των πληττόμενων κρατών στο πλαίσιο αυτό.
Τρίτον, η προώθηση της χρήσης ευέλικτων δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων από την ΕΕ με στόχο την ενίσχυση των συνεργιών με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η έκθεση αναφέρει πως υπάρχουν ενδείξεις ότι όσα κράτη λαμβάνουν μικρά ποσά από τα Διαρθρωτικά Ταμεία ζητούν και μικρά δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. «Οι μικρές χώρες είναι λιγότερο ικανές στο να εκμεταλλεύονται τις θετικές συνέργιες ανάμεσα στα δύο εργαλεία». Και «από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα χρηματοδοτεί άνω του 50% του συνολικού κόστους ενός προγράμματος μόνο υπό εξαιρετικές συνθήκες, ο κανόνας αυτός πρέπει να εφαρμοστεί στις μικρές χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία και ιδίως σε αυτές που αντιμετωπίζουν πρόβλημα», καταλήγει η έκθεση του Μπρύγκελ.
Από το ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου