Κυριακή 18 Απριλίου 2010

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ !...

Από τον GoAS*

Διερωτήθηκα πριν από λίγο καιρό αν έχει νόημα η G700 υπό τις παρούσες συνθήκες και ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της. Η χώρα διαλύεται οικονομικά και – όπου να ’ναι – κοινωνικά. Για την ακρίβεια, η διάλυση που προηγήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, εμφανίζεται γύρω μας. δεν έχουμε τα χρήματα να συντηρήσουμε το ωραίο κάλυμμα που τόσα χρόνια τη σκέπαζε.

Όλοι βλέπουν το τέλος της περιβόητης μεταπολίτευσης να έρχεται αναπόφευκτα καταπατώντας κατ’ αρχάς εμάς, τα πρώτα της παιδιά. Δεν πέρασαν τρία χρόνια από την εποχή που ήμασταν η τηλεμόδα όλης της κοινωνίας. Όλοι αγαπούσαν να μας λυπούνται και περάσαμε υπέροχα βράδια συλλογικής αυτολύπησης και ρητορικής δικαίωσης. Γίναμε «η πρώτη προτεραιότητα» για κάποιους πολιτικούς και αν δεν είχε καεί η Αθήνα το Δεκέμβριο του 2008 και δεν κοντεύαμε να χρεωκοπήσουμε ένα χρόνο μετά, ακόμα της μόδας θα ήμασταν. Τώρα πια έχουμε χάσει το θλιβερό μονοπώλιο.

Αυτή η μεταπολίτευση δεν τελειώνει με τίποτε;

Σπαταλήσαμε τα πρώτα χρόνια της παραγωγικής μας ηλικίας κατηγορώντας τις αγωνιστικές γενιές που προηγήθηκαν της δικής μας (1-1-4, πολυτεχνείου, μεταπολιτευτική) για ένα κάρο πράγματα, δικαίως επί το πλείστον.

Όντως. Το χρέος της Ελλάδας προς τους δανειστές της και τους προμηθευτές της είναι συνολικά 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε ένα ποσοστό 120% επί του ΑΕΠ. Όταν οι γονείς μας ήταν περίπου στην ηλικία μας το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν περίπου 60% του ΑΕΠ. Οι δικές τους επιλογές κι ο τρόπος που (ατομικά και συλλογικά) κατεύθυναν την κοινωνία δεν τους βγήκε εκεί που νόμιζαν. Δανείστηκαν όλο και πιο πολλά και παρήγαγαν αναλογικά πιο λίγα.

Τελικά, λόγω του κοντόθωρου τρόπου τους να αντιμετωπίζουν τα πράγματα, θα λείψουν από μας όσα σ’ εκείνους ήταν αυτονόητα: η σταθερή (και μία δια βίου) εργασία, η σύνταξη στα 60 ή και στα 50, τα κατώτατα εγγυημένα εισοδήματα. Η – δημοκρατικά εγκεκριμένη από αυτούς – πολιτική που ξεκίνησε με τα «δάνεια από το μέλλον» και που το δικό τους (και, κληρονομικά, δικό μας) «ελληνικό όνειρο» χρειάστηκε για να μπορέσει να συντηρηθεί, χτυπάει την πόρτα μας με τη μορφή του δημοσίου και του ιδιωτικού χρέους, του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, της ανεργίας και των υψηλών επιτοκίων δανεισμού.

Κι όταν εμείς, τα παιδιά των ανθρώπων αυτών που σπατάλησαν μερικά τρισεκατομμύρια δραχμές κι εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να μας θρέψουν / μας ντύσουν / μας στείλουν φροντιστήριο / μας στείλουν αγγλικά / μας σπουδάσουν σε άλλη πόλη - χώρα / μας χτίσουν ένα σπίτι πάνω από το δικό τους / μας πάρουν ένα αμάξι, μεγαλώσαμε και, επιτέλους, αποφασίσαμε να πάρουμε κάπως τη ζωή στα χέρια μας, διαπιστώσαμε πως ετοιμαστήκαμε για μια Ελλάδα που υπήρχε μόνο στη φαντασία τους.

Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι – παράλληλα – ξόδευαν περίπου τα ίδια ή και περισσότερα για να αυξήσουν υπερβολικά το μισθό τους, να διοριστούν με μέσον στο Δημόσιο, να αποκτήσουν εξοχικό με πισίνα και να χρηματοδοτούν την σχέση τους με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους που τους πρόσφεραν τα παραπάνω ατομικά αγαθά – που τα ταμπού τους βάφτισαν «συλλογικά». Η πραγματική Ελλάδα που βρήκαμε είχε ανάγκη από χειρώνακτες εργάτες κι εμείς είχαμε χάσει τόσα χρόνια μαθαίνοντας αγγλικά και κομπιούτερ… >>>Διαβάστε τη συνέχεια...

Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια! Και λίγη κλάψα.

Το πρώτο πράγμα που καταλάβαμε ήταν πως ήμασταν αδικημένοι – όπως, δικαιωματικά, όλοι οι Έλληνες από καταβολής νεότερης Ελλάδας. Και ως τέτοιοι αναμασήσαμε κι εμείς τα σλόγκαν των αδικημένων. Από το σχολείο παιδαγωγηθήκαμε στις αξίες και στα «κεκτημένα» των προηγούμενων: την εξασφάλιση, την κατοχύρωση, την εγγύηση… Ήμαστε συντηρητικοί. Σε έναν ταχύτατα αναπτυσσόμενο κόσμο προβάλλαμε τεράστιες αντιστάσεις συμπαριστάμενοι στους δυσπροσάρμοστους γονείς μας. Είμαστε η πρώτη γενιά Ελλήνων που παλεύει συνεχώς ενάντια σε οποιαδήποτε αλλαγή.

Είτε ως εργαζόμενοι σε stage, είτε με μπλοκάκια παροχής υπηρεσιών, επιτυχόντες ή αποτυχόντες του ΑΣΕΠ, ως κληρονομικοί ή εξαναγκασμένοι από την ανεργία επιχειρηματίες δεν κάνουμε τίποτε άλλο σε επίπεδο ιδεών παρά να ανακυκλώνουμε το greek dream του διορισμού, της μονιμότητας και της (κατά προτίμηση χωρίς κούραση) επαγγελματικής στασιμότητας. Μέσα από αυτό είμαστε εχθροί κάθε αξιολόγησης, εχθροί της (ανώνυμου και τρομακτικής) αγοράς και πολέμιοι κάθε καινοτομίας. Είμαστε πρόωροι γέροντες και παρότι διανύουμε την παραγωγικότερη ηλικία της ζωής μας στοχεύουμε περισσότερο στην (όποιας μορφής) κρατική επιδότηση παρά στο – τρομακτικό, σχεδόν – «επιχειρείν».

Εξαρτημένη γενιά.

Οι εικοσιπεντάρηδες και τριανταπεντάρηδες σε όλη την Ελλάδα βιώνουμε τη θέση μας στην κοινωνία ως απόλυτα εξαρτημένα μέλη της. Οι νέες ιδέες, η καινοτομία ακόμα και η οικονομική μας εξέλιξη τελεί – ακόμα! – υπό την κηδεμονία της προηγούμενης γενιάς. Και δεν είναι μόνο η παραπάνω εμπειρία της γενιάς εκείνης, ούτε καν το πλεονέκτημα που απέκτησαν εις βάρος μας, καταναλώνοντας πόρους που ανήκαν και σ’ εμάς για δικό τους όφελος.

Η βασικότερη αιτία αυτής της εξάρτησης είναι ο δικός μας φοβικός συντηρητισμός. Η δική μας γενική ατολμία! Τα μεταπτυχιακά μας στόχευαν περισσότερο σε λίγα παραπάνω μοριάκια παρά στην επιστημονική μας καταξίωση. Η μονοδρόμηση των επαγγελματικών μας επιλογών καθορίστηκε από το πού «έχω ένα σπίτι». Αναπληρώσαμε αξιακά την «δημιουργία» (πιο παλιομοδίτικα, την προκοπή) με την «αποκατάσταση» σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας (επαγγελματικά, κοινωνικά, προσωπικά). Και, ίσως ως αποτέλεσμα ή αιτία όλων των παραπάνω, η περίφημη «απολιτίκ» στάση μας.

Η δημοκρατία, μάλλον, μας πέφτει κομματάκι δύσκολη…

Δεν μάθαμε ποτέ να κινούμαστε θεσμικά και εντός του πλαισίου που το πολίτευμα επιτρέπει. Νωρίς – νωρίς (μέσα από τη γελοιότητα των 15μελών και της βουλής των εφήβων) απαξιώσαμε τη δημοκρατία. Ο συντηρητισμός μας και η στείρα μίμηση παλαιών μορφών πολιτικής συμμετοχής εξάντλησε την όποια δυναμική μας σε ανοησίες που ξεκίνησαν με τις σχολικές καταλήψεις του ’91 και ολοκληρώθηκαν στην αποχή από τις ευρωεκλογές του ‘09.

Στη διάρκεια αυτών των είκοσι ετών (που σήμαναν και το πέρασμά μας από τον ταπεινό φραπέ των 250 δρχ. στον εκλεπτυσμένο φρεντοτσίνο των 6,00€) δεν κατορθώσαμε να μετέχουμε του σύγχρονου πολιτικού γίγνεσθαι. Μόνη εξαίρεση, οι λίγοι συνομήλικοι μας που κερδίζοντας από τη συμμετοχή τους σε (αρρωστημένους) κομματικούς μηχανισμούς τη δια βίου (;) συμμετοχή τους στην λαϊκής κατανάλωσης μικροδιαφθορά σε θέσεις κρατικής υπαλληλίας. Αυτή μας την αδικαιολόγητη ραθυμία πληρώνει σήμερα η, σχεδόν χρεωκοπημένη, ελληνική κοινωνία.

Και, φυσικά, εμείς οι ίδιοι. Την ίδια στιγμή, η συντηρητική, απολιτίκ, υπερμορφωμένη, κι εξαρτημένη από τους γονείς της, περιβόητη γενιά των 700€, μια γενιά που τελικά μόνο ένα ταμπελάκι με την τιμή της έχει ως σήμερα κατορθώσει να προβάλει ως ταυτότητα και μέγιστο επίτευγμά της, παραμένει το δυναμικότερο κομμάτι της κοινωνίας αυτής. Και το λιγότερο αξιοποιημένο.

Καμιά δουλίτσα και για μας ;

Η πορεία της κοινωνίας χρειάζεται ν’ αλλάξει. Ακόμα και η γενιά των πατεράδων μας που χάραξε την καταστροφική αυτή πορεία μέσα από τις πολιτικές και ατομικές της επιλογές, το ίδιο ζητάει. Όλοι εμείς, ο καθένας στο χώρο του, έχουμε τη μεγαλύτερη ανάγκη αυτή η αλλαγή να γίνει άμεσα. Ενώ διανύουμε την παραγωγικότερη δεκαετία της ζωής μας, παραλαμβάνουμε μια χώρα σε γενική ύφεση. Οικονομική και, κυρίως, κοινωνική. Το κόστος της αλλαγής αυτής είναι, φυσικά, μεγάλο. Αλλά, κι εμείς είμαστε οι πιο μορφωμένοι Έλληνες των τελευταίων αιώνων. Οι μόνοι που μεγαλώσαμε εντός μιας σταθερής δημοκρατίας και με την Ελλάδα μέλος μιας – πλέον – ενωμένης Ευρώπης. Είμαστε οι πρώτοι Έλληνες που ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη ελεύθερα, χωρίς κανέναν φραγμό. Και, τελικά, είμαστε οι μόνοι που διαθέτουμε τα αποθέματα να πληρώσουμε το κόστος αυτής της αλλαγής.

Διαμαρτυρόμαστε επί χρόνια πως η χώρα μας σπούδασε αλλά δεν έχει τι να μας κάνει. Να η ευκαιρία, λοιπόν. Η δική μας ευκαιρία να φτιάξουμε μια χώρα, όπως τη θέλουμε. Ζούμε, ευτυχώς, σε μια δημοκρατία. Πρέπει να πιέσουμε συλλογικά για μια αλλαγή του μοντέλου της οικονομίας που να ευνοεί τις δημιουργικές δυνάμεις και τους πιο τολμηρούς από εμάς. Και, ασφαλώς, χρειάζεται να προσαρμοστούμε ατομικά σε έναν νέο τρόπο ζωής λιγότερο σπάταλο και λιγότερο ατομικιστικό. Χρειάζεται να συμμετάσχουμε – και, επιτέλους, να καθορίσουμε – τη στρατηγική που θα δώσει στη χώρα τη δυναμική του μέλλοντός της. Δεν έχουμε ιδεολογική ταυτοσημία και δεν χρειάζεται να αποκτήσουμε.

Το μόνο που αρκεί να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε το ρόλο που μας επιφύλαξε η ιστορική αυτή συγκυρία και να κινηθούμε δυναμικά προς αυτόν εγκαταλείποντας την ηττοπαθή νοοτροπία μας, την γεμάτη ανευθυνότητα, γκρίνια και εθνικό παράπονο. Σε μια ελληνική κοινωνία που κλαίει τα «κεκτημένα» της, η δική μας δουλειά είναι να δώσουμε αυτό που λείπει για να έχει νόημα οποιαδήποτε συνέχεια της κοινωνίας αυτής: όραμα.

Οράματα και θάματα…

Όλοι οι αναλυτές και οι ειδικοί μιλούν για μια μακροχρόνια επίπονη διαδικασία. Και, όπως όλοι οι πόλεμοι, αυτή η μακρά διαδικασία χρειάζεται και υποχωρήσεις. Το αντιπαράδειγμα της προηγούμενης γενιάς που γαντζώνεται από τα παράλογα κεκτημένα της – εις βάρος ακόμα και των λογικών – θα πρέπει να είναι συνεχώς, ο οδηγός μας.

Η γενιά των πατεράδων μας αντιλαμβάνεται κάθε υποχώρηση ως ήττα. Λογικό. Είναι, άλλωστε, εκπαιδευμένη σε «στημένους» κοινωνικούς – πολιτικούς – συνδικαλιστικούς αγώνες, χρηματοδοτούμενους από την επίπλαστη αφθονία αγαθών που τα ευρωπαϊκά πακέτα, τα φθηνά δανεικά και οι διεφθαρμένοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι τους εξασφάλιζαν.

Το σύστημα πριμοδότησε τον ανικανότερο, τον λιγότερο εργατικό και λιγότερο δημιουργικό Έλληνα. Όλοι, λοιπόν, ακολούθησαν το πρότυπο για να σωθούν. Το αρματολίκι των προηγούμενων δεκαετιών βασίστηκε στην ικανότητα της – εκλεγμένης από μας! – εξουσίας να πληρώνει τα λύτρα της κοινωνικής αιχμαλωσίας με ακριβά (ή φθηνά) δανεικά στέλνοντας το λογαριασμό σε μας, είκοσι χρόνια μετά.

Η δική μας γενιά πρέπει να ετοιμάσει την αντεπίθεσή της η οποία δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να γίνει τώρα. Ο στόχος μας πρέπει να είναι μια κοινωνία πιο συνεκτική, πιο πλούσια και με κατακτημένη την ελευθερία όλων των μελών της. Τέτοιοι στόχοι δεν κατακτώνται με μάχες γοήτρου και επετειακές συνθηματολογίες. Εμείς, παρότι είμαστε οι παραγωγικότεροι και πιο σκληρά εργαζόμενοι Έλληνες δεν εκπροσωπούμαστε επαρκώς ούτε στα συνδικαλιστικά όργανα (που πλέον, λειτουργούν ως κομματικά τσικό) ούτε στο κοινοβούλιο. Η όποια κοινή μας δράση σκοντάφτει στο εξαντλητικά πλήρες μας ωράριο εργασίας και στην ατομιστική θεώρηση της ζωής μας: ζούμε στον κόσμο μας…

Ωραίο το μοντέλο ζωής σου αλλά, ακριβό…

Η κοινωνία μας διαλύεται γιατί σπαταλώνται οι πόροι που θα την κρατήσουν συνεκτική. Οι ίδιες μας οι ζωές βασίζονται στη σπατάλη. Το όνειρο της αυτάρκους ατομικότητας απαιτεί πόρους που, τελικά, δεν διαθέτουμε. Ο καθένας θέλει να αποκτήσει τα υλικά και άυλα μέσα της ατομικής του ευτυχίας. Ζούμε σε μια εξίσωση ένα προς ένα που δεν έχει τον τρόπο να συντηρηθεί παρά μόνο μέσω του χρέους. Ένας άνθρωπος = ένα δικό του σπίτι + ένα δικό του αυτοκίνητο + μια δική του δουλειά.

Χρειαζόμαστε μια βαθιά αλλαγή, την επινόηση μιας νέας συλλογικότητας. Η γενιά μας θα αναγκαστεί να περάσει μερικά χρόνια χωρίς αφθονία αγαθών. Αυτά τα χρόνια ας τα δούμε σαν ένα «μεταπτυχιακό» στη λιτή ζωή. Ήδη, προσαρμοζόμαστε. Πολλοί θα συγκατοικήσουν ή θα μοιραστούν το αυτοκίνητό τους. Θα αναγκαστούμε – με λύπη στην αρχή, είναι σίγουρο – να γίνουμε λιγότερο εγωιστές.

Την ίδια στιγμή πρέπει να σπάσουμε τους δεσμούς εξάρτησης (πολιτικά, κοινωνικά, προσωπικά) από την προηγούμενη γενιά. Ας μην ακολουθήσουμε τον δικό τους αδιέξοδο δρόμο των στενά οικονομικών και συντεχνιακών διεκδικήσεων. Το θέμα δεν είναι να ξαναμοιράσουμε μεταξύ μας τους λίγους πόρους. Είναι να δημιουργήσουμε καινούργιους αξιοποιώντας τα ταλέντα, τα πλεονεκτήματα και την – τόσο ακριβή για την κοινωνία – μόρφωσή μας. Μάθαμε να ζητάμε δουλειές αντίστοιχες των (μερικές φορές υπερτιμημένων) προσόντων μας. Ας μην τις ζητάμε άλλο: ας τις δημιουργήσουμε!

Ήδη, κάποιοι από μας που έχουν καινοτόμο πνεύμα και όρεξη για κάτι παραπάνω από έναν διορισμό αφήνουν τη χώρα για καλύτερους προορισμούς, πιο φιλικούς σε αυτές τις ιδιότητες, πιθανώς γιατί ένας (κάποιες φορές) συνομήλικός τους υπάλληλος της ΔΟΥ ή του ΙΚΑ – εγκλωβισμένος κι αυτός σε ένα βουνό κακογραμμένων εγκυκλίων και αποσπασματικών νόμων – δεν μπορεί να τους διευκολύνει στην έναρξη ενός νέου επαγγέλματος ή μιας νέας δραστηριότητας. Εταιρείες Ελλήνων ανοίγουν στη Μεγάλη Βρετανία αποδίδοντας το VAT (ΦΠΑ) τους για τη βελτίωση των αγγλικών νοσοκομείων…

Σ’ εκείνα – πολλές φορές – εργάζονται γιατροί που σπούδασαν σε πανεπιστήμια που χρηματοδότησαν οι φορολογικές εισφορές αγροτών που πεθαίνουν αβοήθητοι από την απουσία γιατρών στην επαρχία… Ο κύκλος ολοκληρώνεται όταν για να επιβιώσει το άρρωστο αυτό μοντέλο μειώνεται ο μισθός και αυξάνονται τα όρια συνταξιοδότησης του παραπάνω υπαλλήλου. Το παράδειγμα δεν είναι φανταστικό. Αποτυπώνει τον τρόπο λειτουργίας ενός συστήματος που, πώς να το κάνουμε, ζει από το αίμα μας και χρειάζεται να ανατραπεί.

Αυτό δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη νέους Δεκέμβρηδες και επικά αιματοκυλίσματα. Θέλει μια αποσύνδεση από στείρα ιδεολογήματα άλλων καιρών που έχουν τόσο μεγάλη απήχηση μεταξύ μας. Η εργασία δεν είναι μισθωτή σκλαβιά. Δεν είναι η τιμωρία μας για την απώλεια της προπατορικής Εδέμ. Η εργασία είναι μέσο χειραφέτησης, τρόπος δημιουργίας και προϋπόθεση της ελευθερίας. Μερικοί μήνες στην ανεργία χρειάζονται και το μαθαίνει κανείς εύκολα. Οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς μας το ξέρουν όσο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί.

Θέλει μια νέα συμφωνία μεταξύ μας. Η δική μας γενιά είναι αυτή που πρέπει να βάλει αυτό το θέμα στο δημόσιο διάλογο. Χρειάζεται μια πιο έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ μας που θα βασίζεται και στην εκχώρηση πραγμάτων που μάθαμε να θεωρούμε αυτονόητα. Η ακριβή μας ιδιωτική ευτυχία δεν μπορεί, πλέον, να συντηρηθεί παρά μόνο με την εκχώρηση ενός αγαθού σημαντικότερου από την ευημερία: της ελευθερίας. Ο υλικός ευδαιμονισμός και η οικονομία της κατανάλωσης που μας κατακυρίευσε, έκανε το κόστος της ζωής μας δυσθεώρητο για μας τους ίδιους και για να μην χαθεί εντελώς ζητά μια νέα επαναδιαπραγμάτευση. Γιατί, τελικά, η γενιά μας έκανε – ασυνείδητα, μάλλον – μια πολύ σοβαρή παραχώρηση την οποία πρέπει να ξανασκεφτεί: εξαργύρωσε την ελευθερία της.

Η δική μας υποχρέωση είναι να αφήσουμε την γκρίνια και να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τη χώρα που πιστεύουμε ότι μας αξίζει. Με δικό μας κόστος οικονομικό, εργασιακό και προσωπικό. Έχουμε κι εμείς – οι αγαπημένοι «αδικημένοι» του συστήματος – τις ευθύνες μας για αυτό. Θα τις πάρουμε στα χέρια μας ή θα αφήσουμε τον μπαμπά και τη μαμά να τις διαχειριστούν ξανά;

*O GoAs είναι blogger και μέλος της G700.


3 σχόλια:

Παπαδάκης Παναγιώτης είπε...

Αυτός ο λόγος καίει τόσο πολύ...
καίει τους πάντες!!
Δεν είναι κάτι που το έχεις ανάγκη, αλλά δεν μπορώ να μην πώ συγχαρητήρια για αυτόν το λόγο.
Αυτή η προσκόλληση στα πρότυπα του παρελθόντος, είναι που μας έφερε στη σημερινή κατάσταση.. η αντίσταση στην αλλαγή, το ενδιαφέρον για το ιδίον ώφελος και μόνο.
Είμαστε εγωιστές. Ατομιστές.
Αν ποτέ αποκτήσουμε συλλογική συνείδηση, το αύριο θα είναι τελείως διαφορετικό..

Ανώνυμος είπε...

Το άρθρο, με πολλά (!) λόγια, προτείνει... να μην κάνουμε τίποτα, αλλά μόνο να ελπίζουμε (σε τι; στον θεό ή στο τζόκερ;)
Επιπλέον, είναι γεμάτο γενικεύσεις, αυτοαναιρέσεις και ανακρίβειες.
Για την τωρινή κατάσταση φταίνε οι προηγούμενες γενιες (ολόκληρες χωρίς εξαιρέσεις), φταίει η δίκη μας γενια, φταίω εγώ, φταις εσύ, φταίει ο Χατζηπετρής...
όλα και όλοι στο ίδιο τσουβάλι...σε τιμή ευκαιρίας!
φταίμε σαν Έλληνες που ήμασταν και είμαστε εκ φύσεως γκρινιάρηδες, τεμπέληδες και βολεψάκηδες...
κερδίσαμε πολλά με δανεικά και αγύριστα, τα οποία δεν αξίζαμε και για αυτό τώρα πρέπει να κάνουμε υπομονή που θα μας τα πάρουνε (και καλά θα κάνουν αφού δεν ήταν ποτέ δικά μας)
Ωραία! Τώρα δουλειά και προπάντων μόκο! Μη λέτε τίποτα, μη διαμαρτύρεστε, μη γκρινιάζετε δεν είστε αδικημένοι και δεν θα είστε ποτέ!
Πάλι καλά που δε μας λέει να ανοίξουμε και την τηλεόραση για να χαλαρώσουμε...

Ανώνυμος είπε...

Πράγματι στην Ελλάδα, ισχύει σε μεγάλο ποσοστό, η προσπάθεια για βόλεμα στο δημόσιο (αυτό το υποβαθμισμένο (κατά τη γνώμη μου συνειδητά) δημόσιο), ισχύουν τα λαδώματα, ο ωχαδελφισμός, ο ατομικισμός και άλλα. Ποιες είναι όμως οι αιτίες τους; όχι βέβαια η φύση του έλληνα ή του ανθρώπου. Αυτά τα προβλήματα είναι το μόνο που μας οδήγησε εδώ; Δε νομίζω, μάλλον απλά επιτάχυναν τα πράγματα.
Το ζήτημα είναι αλλού και αυτό αποκρύπτεται συνειδητά ή ασυνείδητα στο άρθρο.

Για την ταμπακιέρα δηλαδή...τίποτα.
Ανάλογα προβλήματα με αυτά που έχουμε εμείς σήμερα, είχαν και έχουν και άλλες χώρες. Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Βενεζουέλα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Λιθουανία, Λετονία, Ουγγαρία, Ρουμανία...
Γιατί άραγε? Μήπως μοιάζουμε σαν χώρες? Σαν λαοί? Σαν ψυχοσύνθεση? Τι κοινά έχουμε?
Ένα κοινό το έχουμε σίγουρα... ανήκουμε όλοι στο ίδιο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και σύστημα διακυβέρνησης. Ποιο? Αυτό που ενισχύει τις ανισότητες, την ανεργία και την φτώχεια. Προωθεί την απεριόριστη κατανάλωση δημιουργώντας ψεύτικες ανάγκες, καταστρέφει το περιβάλλον, διαλύει και καταπατάει εργασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα. Δημιουργεί στρατιές άπορων, προσφύγων και μεταναστών τους οποίους χρησιμοποιεί (όσους χρειάζεται, τους άλλους τους σκοτώνει στα σύνορα) ως φτηνό δυναμικό για την παραγωγή μεγαλύτερου κέρδους και φτηνότερων καταναλωτικών αγαθών.
Γράφει το άρθρο κάτι περί του θέματος; όχι. Άλλωστε σύμφωνα με τα γραφόμενά του, το "επιχειρείν" έχει σημαντική βαρύτητα. Επομένως και οι διάφορες πολυεθνικές εταιρείες και τράπεζες το "επιχειρείν" τους κάνουν (και μάλιστα καλά).

Το άρθρο ξεχνάει επίσης να αναφέρει ότι αυτή τη στιγμή, υπάρχουν άτομα, της δικής μας γενιάς, τα οποία αγωνίζονταν, αγωνίζονται και αντιστέκονται τόσο στο ελληνικό σύστημα διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων όσο και σε μεγαλύτερο πλαίσιο, στο ίδιο το παγκόσμιο σύστημα που δημιουργεί τα αποτελέσματα που προανέφερα.
Στέκονται στο πλευρό των πλέον αδύνατων κρίκων (προσφύγων και μεταναστών, συνδικαλίζονται κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας (βλ. Κούνεβα), δημιουργούν σωματεία και κατεβαίνουν στους δρόμους σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις παλεύοντας για κεκτημένα ολόκληρου αιώνα (βλ. Πρωτοβάθμια Σωματεία), προσπαθούν να "σπάσουν" διεθνείς αδικίες...
(Το άρθρο, απορρίπτει φυσικά τον Δεκέβρη το '08 ("Αυτό δεν απαιτεί κατ' ανάγκη νέους Δεκέμβρηδες και επικά αιματοκυλίσματα...") παρόλο που ήταν ένα γεγονός που φόβησε για ντόμινο την άρχουσα τάξη σε όλη την ευρώπη

Αυτά τα άτομα, που ξεχναει να αναφέρει, σίγουρα δεν είναι απολιτίκ, δεν είναι βολεψάκηδες, δεν τρέχουν για προσωπικά συμφέροντα, ξέρουν τι θα πει η λέξη "αλληλεγγύη". Αυτά τα άτομα τρώνε λάσπη από τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, κατηγορούνται ως ταραξίες και φυλακίζονται χωρίς κατηγορίες (βλ. π.χ. Μάριος Ζ.).
Αυτοί παλεύουν για τα δικαιώματα όλων μας και μάλλον, αν κάπου πρέπει να ελπίζουμε, είναι στο να γίνουν αυτά τα άτομα περισσότερα και να ελπίζουμε να πάμε και εμείς μαζί τους. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στον πάτο. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να νιώθουμε ενοχές επειδή είμασταν τυχερή γενιά και δε ζήσαμε κακουχίες, φτώχεια, πόλεμο, κατοχή, χούντα. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τα ζήσουμε! Είμαστε υποχρεωμένοι να παλεύουμε όσο είναι δυνατόν για να ΜΗΝ ζήσουμε ούτε φτώχεια ούτε μιζέρια. Και να παλεύουμε και να διαμαρτυρόμαστε όταν ζούνε έτσι άλλοι, τόσο κοντά μας όσο και μακρυά μας.
Δημήτρης Τσιτάκης