Η δριμεία επίθεση που εξαπέλυσε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός, την περασμένη Παρασκευή, εναντίον του Α. Τσίπρα, ήταν αναμενόμενη και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη. Η ανοχή - ή και ανοικτή υποστήριξη - που προσφέρουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ σε φαινόμενα γενικευμένης ανομίας και η κάλυψη κινημάτων ανυπακοής στους δημοκρατικούς θεσμούς (δικαιοσύνη, πολιτεία), οδηγούν τη χώρα ένα βήμα πιο κοντά στην καταστροφή.
Η απόπειρα εξίσωσης μίας δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής με τα αυταρχικά καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής από τον κ. Αλαβάνο και το πνευματικό του ψυχοπαίδι, με το οποίο από καιρό τώρα έχει έλθει σε ρήξη, είναι μία σαφής ένδειξη ότι η ηγεσία της κοινοβουλευτικής αριστεράς στην Ελλάδα θυμίζει όλο και λιγότερο τον Καρλ Μαρξ και όλο και περισσότερο τον Γκρούτσο Μαρξ. Και δεν έχει νόημα να παραπέμψει κανείς τα γκρουπούσκουλα στο κείμενο της απολογίας του Παναγούλη, τη σημαντικότερη ίσως νεοελληνική πραγματεία περί πολιτικής βίας, διότι ανέκαθεν τους ενδιέφεραν περισσότερο οι καταλήψεις και λιγότερο το διάβασμα.
Έτσι, δεν προξενεί εντύπωση που ασκούν πολιτική με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο οι χούλιγκαν βλέπουν ποδόσφαιρο. Ούτε φυσικά αξίζει να σχολιάσει κανείς σοβαρά την επερώτηση-πρόταση που κατέθεσε ο κ. Τσίπρας, με την οποία συστήνει να κηρύξει στάση πληρωμών η Ελλάδα, αφού όποιος προτείνει κάτι τέτοιο σε μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα, όπως η δική μας, σημαίνει ότι δεν γνωρίζει καν πρόσθεση και αφαίρεση: ο εθελούσιος αποκλεισμός από τις αγορές (μέσω της χρεοκοπίας), όταν εξαρτάσαι ακόμη από τις αγορές για να πληρώσεις μισθούς και συντάξεις (ακόμη και αν αφαιρεθούν τα έξοδα για τοκοχρεολύσια) ισοδυναμεί με καθαρή αυτοκτονία, αφού το λιγότερο που θα πρέπει να συμβεί σε μία τέτοια περίπτωση, είναι το έλλειμμα των 20 δισεκατομμυρίων να μηδενιστεί αυτοστιγμεί. Όσο για την επιλογή της επαναφοράς της δραχμής τη στιγμή που όλα τα προϊόντα που αγοράζουμε τιμολογούνται σε ευρώ, δεν ξέρω αν είναι για γέλια, ή για κλάματα.
Η απόπειρα εξίσωσης μίας δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής με τα αυταρχικά καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής από τον κ. Αλαβάνο και το πνευματικό του ψυχοπαίδι, με το οποίο από καιρό τώρα έχει έλθει σε ρήξη, είναι μία σαφής ένδειξη ότι η ηγεσία της κοινοβουλευτικής αριστεράς στην Ελλάδα θυμίζει όλο και λιγότερο τον Καρλ Μαρξ και όλο και περισσότερο τον Γκρούτσο Μαρξ. Και δεν έχει νόημα να παραπέμψει κανείς τα γκρουπούσκουλα στο κείμενο της απολογίας του Παναγούλη, τη σημαντικότερη ίσως νεοελληνική πραγματεία περί πολιτικής βίας, διότι ανέκαθεν τους ενδιέφεραν περισσότερο οι καταλήψεις και λιγότερο το διάβασμα.
Έτσι, δεν προξενεί εντύπωση που ασκούν πολιτική με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο οι χούλιγκαν βλέπουν ποδόσφαιρο. Ούτε φυσικά αξίζει να σχολιάσει κανείς σοβαρά την επερώτηση-πρόταση που κατέθεσε ο κ. Τσίπρας, με την οποία συστήνει να κηρύξει στάση πληρωμών η Ελλάδα, αφού όποιος προτείνει κάτι τέτοιο σε μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα, όπως η δική μας, σημαίνει ότι δεν γνωρίζει καν πρόσθεση και αφαίρεση: ο εθελούσιος αποκλεισμός από τις αγορές (μέσω της χρεοκοπίας), όταν εξαρτάσαι ακόμη από τις αγορές για να πληρώσεις μισθούς και συντάξεις (ακόμη και αν αφαιρεθούν τα έξοδα για τοκοχρεολύσια) ισοδυναμεί με καθαρή αυτοκτονία, αφού το λιγότερο που θα πρέπει να συμβεί σε μία τέτοια περίπτωση, είναι το έλλειμμα των 20 δισεκατομμυρίων να μηδενιστεί αυτοστιγμεί. Όσο για την επιλογή της επαναφοράς της δραχμής τη στιγμή που όλα τα προϊόντα που αγοράζουμε τιμολογούνται σε ευρώ, δεν ξέρω αν είναι για γέλια, ή για κλάματα.
Από τη δικαιολογημένη κριτική στην αριστερά όμως, μέχρι την απόδοση του συνόλου σχεδόν της ευθύνης για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε στην αριστερά, η απόσταση είναι μεγάλη. Και παρατηρώ ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να τη διανύσει απνευστί. Έτσι, δικαιολογεί την αδυναμία της να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί, δείχνοντας με το δάχτυλο τις συντεχνίες, οι οποίες απολαμβάνουν της στήριξης του κ. Τσίπρα και της κυρίας Παπαρήγα. Εξ όσων γνωρίζω όμως, ούτε ο κ. Τσίπρας ούτε η κυρία Παπαρήγα κυβερνούν αυτόν τον τόπο, ενώ το 85% του εκλογικού σώματος ψήφισε στις προηγούμενες εκλογές “αστικά” κόμματα.
Και μπορεί η αριστερά να λέει μπαρούφες, αλλά ουδέποτε κλήθηκε να τις εφαρμόσει ως κυβέρνηση. Αντιθέτως, τη χώρα μας κυβέρνησαν τα δύο μεγάλα κόμματα και αυτά φέρουν επομένως την κύρια ευθύνη και για τα καλά και για τα κακά της διακυβέρνησής της. Και μπορεί να αποτελεί μεγίστη υποκρισία του ΚΚΕ όταν καταγγέλλει τις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις, την ώρα ακριβώς που εφαρμόζει τη συνταγή της Τρόικας και μάλιστα στη σκληρή της εκδοχή με τους εργαζομένους του “902”, ή όταν λέει “ανοίξτε τα ταμεία των δύο μεγάλων κομμάτων για να βρούμε τις μίζες”, ενώ αρνείται το ίδιο να ανοίξει το δικό του ταμείο, αλλά τους περισσότερους από εμάς δεν τους ενδιαφέρει τι κάνει το ΚΚΕ, αλλά το τι κάνουν τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία, ως επί το πλείστον, διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα.
Και αφού ο κ. Παπανδρέου υποσχέθηκε ότι το μαχαίρι θα μπει στο κόκκαλο, το λιγότερο που θα περιμέναμε ήταν οι εξεταστικές επιτροπές να ανοίξουν τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ, μήπως και μάθουμε τελικά τι έγινε με τη Siemens. Όσο για την κουλτούρα της ανομίας, του άκριτου αντιαμερικανισμού και αντιευρωπαϊσμού, της επαναστατικής ρητορικής εκ του ασφαλούς, θυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 και του 1980 την καλλιέργησε κυρίως στην κοινωνία. Η δε Ν.Δ πρόσφατα κατήγγειλε ως χουντική πρακτική την προσπάθεια της αστυνομίας να αποτρέψει 20 τρακτέρ από το να κλείσουν τα σύνορα της χώρας, ενώ οι εθνικιστικές κορώνες του σημερινού προέδρου της, τη δεκαετία του 1990, οδήγησαν το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ σε αδιέξοδο.
Η ηγεμονία της αριστεράς σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας επομένως, οφείλεται κυρίως στα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία φέρονται σαν να ντρέπονται που είναι αστικά. Οι δε οικονομικές θέσεις της Ν.Δ σήμερα, περισσότερο στην ριζοσπαστική αριστερά παραπέμπουν, παρά σε ένα φιλελεύθερο κόμμα, με όποιο επιθετικό προσδιορισμό και αν νερώνει τον φιλελευθερισμό του ο κ. Σαμαράς. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ο κ. Παπανδρέου ήταν στην αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να χάνει διαρκώς σε αξιοπιστία το σύνολο του πολιτικού συστήματος, λόγω της απόστασης ανάμεσα στην αριστερή ρητορική και στις ρεαλιστικές πολιτικές που από ανάγκη εφαρμόζονται, καθώς κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θέλει να γίνουμε Βόρεια Κορέα. Και για όσες μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται, η μετάθεση της ευθύνης στην αριστερά, στην καλύτερη περίπτωση ακούγεται ως άλλοθι, στη χειρότερη, ως κακόγουστο αστείο.
Και μπορεί η αριστερά να λέει μπαρούφες, αλλά ουδέποτε κλήθηκε να τις εφαρμόσει ως κυβέρνηση. Αντιθέτως, τη χώρα μας κυβέρνησαν τα δύο μεγάλα κόμματα και αυτά φέρουν επομένως την κύρια ευθύνη και για τα καλά και για τα κακά της διακυβέρνησής της. Και μπορεί να αποτελεί μεγίστη υποκρισία του ΚΚΕ όταν καταγγέλλει τις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις, την ώρα ακριβώς που εφαρμόζει τη συνταγή της Τρόικας και μάλιστα στη σκληρή της εκδοχή με τους εργαζομένους του “902”, ή όταν λέει “ανοίξτε τα ταμεία των δύο μεγάλων κομμάτων για να βρούμε τις μίζες”, ενώ αρνείται το ίδιο να ανοίξει το δικό του ταμείο, αλλά τους περισσότερους από εμάς δεν τους ενδιαφέρει τι κάνει το ΚΚΕ, αλλά το τι κάνουν τα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία, ως επί το πλείστον, διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα.
Και αφού ο κ. Παπανδρέου υποσχέθηκε ότι το μαχαίρι θα μπει στο κόκκαλο, το λιγότερο που θα περιμέναμε ήταν οι εξεταστικές επιτροπές να ανοίξουν τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ, μήπως και μάθουμε τελικά τι έγινε με τη Siemens. Όσο για την κουλτούρα της ανομίας, του άκριτου αντιαμερικανισμού και αντιευρωπαϊσμού, της επαναστατικής ρητορικής εκ του ασφαλούς, θυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 και του 1980 την καλλιέργησε κυρίως στην κοινωνία. Η δε Ν.Δ πρόσφατα κατήγγειλε ως χουντική πρακτική την προσπάθεια της αστυνομίας να αποτρέψει 20 τρακτέρ από το να κλείσουν τα σύνορα της χώρας, ενώ οι εθνικιστικές κορώνες του σημερινού προέδρου της, τη δεκαετία του 1990, οδήγησαν το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ σε αδιέξοδο.
Η ηγεμονία της αριστεράς σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας επομένως, οφείλεται κυρίως στα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία φέρονται σαν να ντρέπονται που είναι αστικά. Οι δε οικονομικές θέσεις της Ν.Δ σήμερα, περισσότερο στην ριζοσπαστική αριστερά παραπέμπουν, παρά σε ένα φιλελεύθερο κόμμα, με όποιο επιθετικό προσδιορισμό και αν νερώνει τον φιλελευθερισμό του ο κ. Σαμαράς. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ο κ. Παπανδρέου ήταν στην αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να χάνει διαρκώς σε αξιοπιστία το σύνολο του πολιτικού συστήματος, λόγω της απόστασης ανάμεσα στην αριστερή ρητορική και στις ρεαλιστικές πολιτικές που από ανάγκη εφαρμόζονται, καθώς κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θέλει να γίνουμε Βόρεια Κορέα. Και για όσες μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται, η μετάθεση της ευθύνης στην αριστερά, στην καλύτερη περίπτωση ακούγεται ως άλλοθι, στη χειρότερη, ως κακόγουστο αστείο.
Του Νικ. Μαλεβίτη από το REPORTER.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου