Η υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου δεν καταγράφεται μόνο στη μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Κυρίως, είναι η προϊούσα εξαχρείωση της ζωής στην πόλη - τα ατέλειωτα μποτιλιαρίσματα από τις καθημερινές απεργίες, οι κλειστοί δρόμοι, η δυσωδία των σκουπιδιών, η προοδευτική γκετοποίηση όλο και περισσότερων περιοχών στο κέντρο της πρωτεύουσας, τα έρημα κουφάρια των Ολυμπιακών έργων, ο φόβος και η ανασφάλεια – που καθιστούν τη ζωή μας ανυπόφορη.
Ο προσεγμένος χώρος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, στη Λεωφόρο Συγγρού, αποτελεί ένα από τα λίγα καταφύγια που έχουν απομείνει από αυτήν την Κόλαση της Αθηναϊκής καθημερινότητας. Την περασμένη Παρασκευή, μάλιστα, είχα την τύχη να δω εκεί μία από τις καλύτερες παραστάσεις της ζωής μου.
Στην Καναδέζικη (Κεμπέκ) παραγωγή «Ex Machina – The Far Side of the Moon», ο ανταγωνισμός για την κατάκτηση του διαστήματος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ, παραλληλίζεται με το Ψυχροπολεμικό κλίμα στις σχέσεις μεταξύ δύο αδελφών, οι οποίοι μόλις έχουν χάσει τη μητέρα τους: ο ένας, ομφαλοσκόπος, δύστροπος, φτωχός και απογοητευμένος ιδεολόγος, αποτελεί έμμεση προσωποποίηση της ΕΣΣΔ, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός, πλούσιος, υπερκαταναλωτικός, επιδειξιομανής, αλλά πρόσχαρος και κατά βάθος συμπονετικός, παραπέμπει στην Αμερική της δεκαετίας του 1960. Τα αδέλφια δίνουν τις μάχες τους με αισθητικό, φιλοσοφικό και ιστορικό υπόβαθρο, σκηνές από την περιπέτεια της μεγαλειώδους πορείας από τη γη στη Σελήνη.
Η ανθρώπινη μοναξιά, η αναζήτηση της αλήθειας, οι σχέσεις μεταξύ επιστήμης και πολιτικής, αλλά και μελαγχολικά ερωτήματα για τη φύση του σύμπαντος και την απόσταση που μας χωρίζει από τους άλλους πολιτισμούς που ενδεχομένως να έχουν αναπτυχθεί σε αυτό, μπλέκονται υπέροχα με μία μινιμαλιστικά σκηνοθετημένη δραματική κωμωδία. Όλους τους ρόλους της γλυκόπικρης ιστορίας υποδύεται ο Yves Jacques, σε ένα ανεπανάληπτο one man show, υπό τους ήχους της εκπληκτικής μουσικής της Laurie Anderson. Στο τέλος, αφήνεται η υπόσχεση μίας επιφυλακτικής συμφιλίωσης των αδελφών, ανάλογη με το σφίξιμο των χεριών στο διάστημα, ανάμεσα στους κοσμοναύτες του Σογιούζ και τους αστροναύτες του Apollo (1975).
Εδώ και τέσσερις μέρες τώρα, σκέφτομαι την παράσταση και μελαγχολώ. Όχι μόνο για το σοκ που ένιωσα μόλις βγήκα από την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών: τη δυσωδία των σκουπιδιών στους βρεγμένους δρόμους, έξω από το φουτουριστικό κτίριο της Συγγρού, που μου υπενθύμισε ότι όσο και να προσπαθεί κανείς να κρατηθεί από δραστηριότητες που τον ευχαριστούν για να επιβιώσει στο χάος (από μια καλή ταινία, μια παράσταση, ένα ποτό με φίλους, τη συντροφιά των αγαπημένων του), το «πραγματικό επιστρέφει με εκδίκηση», όπως θα έλεγε και ο Λακάν. Κυρίως μελαγχόλησα αναλογιζόμενος την εποχή που εξιστορεί η παράσταση: στον Ψυχρό Πόλεμο, οι εμπόλεμοι γνώριζαν τουλάχιστον τον εχθρό τους και αν ξεσπούσε πόλεμος, θα ήταν ολοκληρωτικός, με διασφαλισμένη την αμοιβαία καταστροφή των αντιπάλων. Παρόλα αυτά, χάρη στον ανταγωνισμό τους, το ανθρώπινο γένος έκανε απίστευτα άλματα προς τα εμπρός, κατακτώντας, μεταξύ πολλών άλλων, τη μικρή έστω γωνιά του διαστήματος που μας αναλογεί, έξω από την γήινη ατμόσφαιρα. Ήταν η «εποχή των δολοφόνων», για να θυμηθούμε και τον Ρεμπό. Σήμερα, στη μικρή Ελλάδα αναλωνόμαστε σε καθημερινές μάχες χαρακωμάτων, χωρίς σαφή αντίπαλο και χωρίς ορατή διέξοδο. Αλλά και τη Δύση γενικότερα, συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικής και της Ευρώπης, την έχουν εγκαταλείψει τελείως οι δυνάμεις της. Ζούμε τη θλιβερή εποχή των μικροκακοποιών.
Εδώ και τέσσερις μέρες τώρα, σκέφτομαι την παράσταση και μελαγχολώ. Όχι μόνο για το σοκ που ένιωσα μόλις βγήκα από την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών: τη δυσωδία των σκουπιδιών στους βρεγμένους δρόμους, έξω από το φουτουριστικό κτίριο της Συγγρού, που μου υπενθύμισε ότι όσο και να προσπαθεί κανείς να κρατηθεί από δραστηριότητες που τον ευχαριστούν για να επιβιώσει στο χάος (από μια καλή ταινία, μια παράσταση, ένα ποτό με φίλους, τη συντροφιά των αγαπημένων του), το «πραγματικό επιστρέφει με εκδίκηση», όπως θα έλεγε και ο Λακάν. Κυρίως μελαγχόλησα αναλογιζόμενος την εποχή που εξιστορεί η παράσταση: στον Ψυχρό Πόλεμο, οι εμπόλεμοι γνώριζαν τουλάχιστον τον εχθρό τους και αν ξεσπούσε πόλεμος, θα ήταν ολοκληρωτικός, με διασφαλισμένη την αμοιβαία καταστροφή των αντιπάλων. Παρόλα αυτά, χάρη στον ανταγωνισμό τους, το ανθρώπινο γένος έκανε απίστευτα άλματα προς τα εμπρός, κατακτώντας, μεταξύ πολλών άλλων, τη μικρή έστω γωνιά του διαστήματος που μας αναλογεί, έξω από την γήινη ατμόσφαιρα. Ήταν η «εποχή των δολοφόνων», για να θυμηθούμε και τον Ρεμπό. Σήμερα, στη μικρή Ελλάδα αναλωνόμαστε σε καθημερινές μάχες χαρακωμάτων, χωρίς σαφή αντίπαλο και χωρίς ορατή διέξοδο. Αλλά και τη Δύση γενικότερα, συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικής και της Ευρώπης, την έχουν εγκαταλείψει τελείως οι δυνάμεις της. Ζούμε τη θλιβερή εποχή των μικροκακοποιών.
Υ.Γ: Όπως αναφέρεται στην παράσταση, ο Γκαγκάριν περιέγραψε το θέαμα της γης από το διάστημα, με τα λόγια: « Ο Κόσμος είναι σκοτεινός, σύντροφοι. Πολύ σκοτεινός». Τη φράση «η εποχή των μικροκακοποιών» τη δανείζομαι από την ταινία «Απόντες», Του Νίκου Γραμματικού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου