Σε αυτές τις λέξεις θα μπορούσε να συνοψιστεί το ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται για την πλειονότητα των κατοίκων της «Δύσης», αν δεν εισακουστούν οι φωνές που κρούουν από καιρό τον κώδωνα του κινδύνου.
Εδώ και χρόνια, η παγκόσμια ανάπτυξη εξαρτάται από τις επιδόσεις ενός μεγάλου τμήματος του παλαιόθεν γνωστού ως «Τρίτου Κόσμου», με αιχμές την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.
Η τάση φαίνεται προς το παρόν μη αναστρέψιμη, ενώ σε μεγάλο βαθμό η αλληλοσύνδεση των ανεπτυγμένων κοινωνιών με τις αναπτυσσόμενες εντοπίζεται κυρίως στην εξάρτηση των τελευταίων από την τεχνολογία και την κατανάλωση των πρώτων.
Ειδικά το δεύτερο σκέλος αυτής της εξάρτησης φαίνεται να αποκοιμίζει σειρά ειδικών που ρωτούν με στόμφο «πώς θα συνεχίσει η ανάπτυξη των νέων δυνάμεων αν οι παλαιές μειώσουν την κατανάλωση τους;».
Επιχείρημα σωστό σε αυτήν τη φάση, πλην όμως προσωρινό.
Η εξάρτηση από την κατανάλωση της Δύσης δεν πρόκειται να είναι αέναη.
Σταδιακά, τα αναπτυσσόμενα μεγαθήρια έχουν κάθε λόγο να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη των εσωτερικών τους αγορών. Το κάνουν ήδη, αλλά θα το κάνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον, κι όχι μόνο για λόγους κοινωνικής ευημερίας.
Πρώτιστο μέλημά τους θα είναι η απεξάρτηση από την οικονομική κατάσταση της άλλοτε κραταιάς Δύσης.
Ούτε τους είναι απαραίτητο να προσεγγίσουν την κατά κεφαλήν κατανάλωση του Δυτικού Κόσμου. Διότι οι πληθυσμιακές διαφορές είναι τεράστιες.
Την ώρα που οι ανεπτυγμένες κοινωνίες γερνούν και μένουν πληθυσμιακά σχεδόν στάσιμες, οι αναπτυσσόμενες βλέπουν τον πληθυσμό τους να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και με επίκεντρο τις «παραγωγικές ηλικίες».
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι αχανείς εσωτερικές αγορές είναι που προσέλκυσαν τις πολυεθνικές της Δύσης, οι οποίες επιδίδονται σε μια πρωτοφανή μεταφορά τεχνογνωσίας προκειμένου να διεισδύσουν στον επιθυμητό βαθμό. Και με τον τρόπο αυτό δημιουργούν αναπόφευκτα τους μελλοντικούς ανταγωνιστές τους.
Εξίσου μεγάλη σημασία έχει όμως και η ολοένα αυξανόμενη απαγκίστρωση των πολυεθνικών συμφερόντων από τα συμφέροντα των οικονομιών και των κοινωνιών στις οποίες εδρεύουν, με επιπτώσεις όχι μόνο στην εσωτερική αγορά εργασίας αλλά και στο μέσο εισόδημα της πλειονότητας.
Πρόκειται για τάση που έχει ήδη εκδηλωθεί με ορατό τρόπο στις ΗΠΑ, τάση που αυξάνεται σταδιακά εδώ και δεκαετίες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, χωρίς ακόμη να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Γίνεται όμως ολοένα και πιο φανερό ότι τα διλήμματα που πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί και οι κοινωνίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες θα είναι πρωτόγνωρα, καθώς οι ισορροπίες του 20ού αιώνα ανατρέπονται.
Σε αυτόν τον διεθνή κυκεώνα, η Ελλάδα εισέρχεται αδύναμη, δέσμια των χρεών που δημιούργησε, σε μια κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής σύγχυσης. Το χειρότερο όμως είναι ότι λίγο - πολύ το ίδιο αρχίζει να συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Υπό το βάρος της ύφεσης, της λιτότητας, των αυξανόμενων φόρων και του μειούμενου κοινωνικού κράτους, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρω από τα αποτελέσματα και τις παρενέργειες, χωρίς να θίγει τις πραγματικές αιτίες. Έτσι ο κίνδυνος δεν γίνεται αντιληπτός, και άρα δεν συσπειρώνει...
Αντιθέτως, η ασυμμετρία με την οποία εκδηλώνονται τα προβλήματα στις ευρωπαϊκές χώρες δημιουργεί βλέψεις ηγεμονισμού, αλλά και τάσεις κατακερματισμού, διευρύνει τις κοινωνικές εντάσεις κι ενισχύει τον εθνικισμό, σαμποτάροντας το -άπιαστο ακόμη- όνειρο της ενωμένης Ευρώπης.
Με αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι συνολικά κινδυνεύουμε να βρεθούμε διαιρεμένοι και αδύναμοι, «γέροι, φτωχοί και λίγοι», κόντρα στις νέες, σφριγηλές δυνάμεις που έχουν ήδη αναδυθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου