Η σφαιρική ενημέρωση είναι, πάντα, απαραίτητη για την εξαγωγή των καλύτερων και πιο ολοκληρωμένων συμπερασμάτων. Το ζήτημα του Ευρωομολόγου, έχει μπει, τον τελευταίο καιρό στο προσκήνιο των ευρωπαϊκών αναζητήσεων και ουσιαστικά, από τους υποστηρικτές του, συνδέεται με την παραπέρα προσέγγιση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Εκ πρώτης όψεως το επιχείρημα πως κεντρικός δανεισμός για όλα τα μέλη της Ευρωζώνης, σημαίνει ένα βήμα πιο κοντά στην κοινή δημοσιονομική πολιτική, είναι ισχυρότατο, πλην όμως, απ΄ ό,τι φαίνεται, υπάρχει και αντίλογος.
΄Όταν η άλλη άποψη δεν έρχεται ως δογματική και εξωπραγματική παρέμβαση και δεν κρύβει αντιδραστικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες ή αισχρά λαϊκίστικα κίνητρα, τότε είναι και ευπρόσδεκτη και αξιοπρόσεκτη. Όπως, ακριβώς, η άποψη του Οτμαρ ΄Ισσινγκ, του οικονομολόγου που υπήρξε από τους σχεδιαστές του Ευρώ και είναι διακηρυγμένος οπαδός της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, με ενιαίους, φυσικά, θεσμούς και κοινή οικονομική πολιτική.
Να σημειωθεί, βέβαια, πως αρκετές από τις θέσεις που προβάλλει ο κ. Ίσσινγκ, στους έλληνες δεν χτυπάνε ευχάριστα, καθότι για μας το άμεσο και φλέγον ζήτημα είναι η απαγκίστρωση της χώρας από τις δαγκάνες των υψηλών επιτοκίων που μας επιβάλλουν οι αγορές και καθιστούν το χρέος μας, αν όχι μη, τουλάχιστον, πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο…
Το άρθρο του Ότμαρ ΄Ισσινγκ γράφτηκε στους Finacial Times και αναδημοσιεύτηκε στο Euro2day.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟ !
"Η κρίση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης για πολλούς επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι καμία νομισματική ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πολιτική ενοποίηση. Ήμουν και εγώ μέλος της ομάδας εκείνων που υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η πολιτική ενοποίηση ή έστω να υλοποιηθεί παράλληλα. Αρκετοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τα πολλά μέτρα στήριξης της Ελλάδας είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης. Θα έπρεπε, λοιπόν, και εγώ αλλά και όσοι μοιράζονται το ίδιο ευρωπαϊκό όραμα να χαιρόμαστε με αυτές τις εξελίξεις;
Δυστυχώς, όχι. Ο συσχετισμός της αρχικής ιδέας της πολιτικής ένωσης με τις εξελίξεις που διενεργούνται αυτήν την περίοδο είναι θεωρητικά εσφαλμένος και πολιτικά επικίνδυνος. Με λίγα λόγια, η συνεπής θεωρία μιας πολιτικής ένωσης θα έπρεπε να στηρίζεται σε ένα Σύνταγμα, να συνεπάγεται μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση, που θα ελέγχεται από ένα ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το οποίο θα εκλέγεται σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές.
Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα, όμως, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ολοένα και περισσότερο δημόσιο χρήμα διακυβεύεται για να σωθεί το ευρώ. Η εκτίμηση, όμως, ότι αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει στην κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης εξάγεται από τις αυστηρές προϋποθέσεις που επιβάλλονται στα κράτη τα οποία παραβίασαν τους κανόνες, σε αντάλλαγμα για βοήθεια. Προϋποθέσεις που συνεπάγονται κάποιου είδους ευρωπαϊκό έλεγχο στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών.
Εάν αυτές οι προϋποθέσεις οδηγήσουν σε μεταρρυθμίσεις -κάτι που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και καιρό σε ορισμένες χώρες-, τότε είναι ευπρόσδεκτες. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να επισημάνω πως η διαβεβαίωση ότι θα γίνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να εξασφαλιστεί ότι μία χώρα θα παραμείνει στην ένωση -ακόμη και αν παραβίαζε κατ’ εξακολούθηση τους κανόνες- δημιουργεί κινδύνους και θέτει τις προϋποθέσεις ακόμη και για πιθανούς εκβιασμούς στο μέλλον.
Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στην τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο για την κρίση της 21ης Ιουλίου διευρύνουν σημαντικά την ισχύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF) και δίνουν νέα βοήθεια στην Ελλάδα. Αυξάνεται, έτσι, η ευρωπαϊκή εμπλοκή και σε εσωτερικά εθνικά θέματα. Δεν πρόκειται, όμως, για μία κίνηση στην κατεύθυνση μιας γνήσιας πολιτικής ένωσης. Αντιθέτως, είναι ένα επικίνδυνο βήμα, που μπορεί τελικά να οδηγήσει στη διάσπαση της Ευρώπης.
Οι περισσότεροι παρατηρητές δικαίως ερμηνεύουν την αυξανόμενη τάση για δημοσιονομική συνυπευθυνότητα ως βήμα προς το κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο. Η πρόταση για έκδοση ομολόγων που θα εγγυώνται όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης προς το παρόν μοιάζει λογική, γαιτί θα οδηγούσε αμέσως σε μείωση των επιτοκίων για τις υπερχρεωμένες χώρες. Και σε αυτό το σημείο, όμως, υπάρχουν προβλήματα, καθώς η πρόταση αυτή θα αυξήσει τα επιτόκια για τις χώρες που θεωρούνται αξιόπιστες από τις αγορές.
Όσοι υποστηρίζουν ότι οι επιπτώσεις από κάτι τέτοιο θα ήταν μικρές είτε αυταπατώνται είτε σκοπίμως υποτιμούν αυτόν τον κίνδυνο. Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του χρέους που θα μπορούσε να καταστεί κοινό με την πάροδο του χρόνου, δύσκολα μπορεί να αποτιμήσει κανείς το κόστος των υψηλότερων επιτοκίων για τους μέχρι τώρα φερέγγυους οφειλέτες.
Το κοινό ομόλογο σχεδόν αυτομάτως θα απάλλασσε ορισμένες χώρες από το βάρος της εντυπωσιακής δημοσιονομικής τους ανευθυνότητας. Κανένας δεν έχει πέσει πιο πολύ στα μαλακά. Ανταμείβεται η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ η δημοσιονομική σταθερότητα τιμωρείται. Παράλληλα, συντελείται συνεπαγόμενη μεταφορά δημοσίου χρήματος χωρίς την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων, γεγονός που παραβιάζει ουσιώδεις δημοκρατικές αρχές.
Οι προτάσεις που έχουν διατυπωθεί για το πώς μπορεί να υπάρξουν έλεγχος και περιορισμός στην έκδοση τέτοιων ομολόγων δεν είναι πειστικές. Σχεδόν όλες οι συνθήκες υπόσχονται ευρωπαϊκή δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά παραβιάζονται κατ’ εξακολούθηση. Η πιο καταφανής περίπτωση ήταν την περίοδο 2002 - 2003, όταν η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οργανώνοντας μάλιστα πολιτική πλειοψηφία ενάντια στην εφαρμογή των κανόνων του συμφώνου.
Όλες οι προσπάθειες για την ενίσχυση του συμφώνου, βεβαίως, είναι ευπρόσδεκτες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αρνητική εμπειρία από την αρχή της ΟΝΕ και η ανάλυση για τα συνεπαγόμενα κίνητρα της πολιτικής διαδικασίας δίνει ένα σαφές μήνυμα: η παράδοση του πολιτικού ελέγχου της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα υπονομεύεται πάντα από διαφορετικές ομάδες συμφερόντων.
Η πρόταση ότι μία νέα ευρωπαϊκή διαδικασία για τη μεταφορά δημοσίου χρήματος, που δεν είναι ούτε δημοκρατική ούτε οδηγούμενη από αρχές δημοσιονομικής συνέπειας, θα μας οδηγήσει στην κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης είναι εντελώς εσφαλμένη.
Η ΟΝΕ βασίζεται σε κανόνες που διαφυλάσσονται σε διεθνείς συνθήκες. Το ευρώ δημιουργήθηκε ως αποπολιτικοποιημένο νόμισμα. Η σταθερότητά του ανατέθηκε σε μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα με σαφή οδηγία να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών. Κάθε προσπάθεια να σωθεί η νομισματική ένωση μέσω συμφωνιών που μεταβιβάζουν εθνική κυριαρχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου οι παραβιάσεις των θεμελιωδών συνθηκών έχουν γίνει πλέον συνήθης πρακτική, στερείται λογική. Στο τέλος, θα αποξενώσει περισσότερο τους πολίτες από την Ευρώπη.
Η νομισματική ένωση με ένα σταθερό ευρώ μπορεί να διασφαλιστεί μόνο εάν σεβαστούμε πλήρως την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό συνεπάγεται ότι η ΕΚΤ θα αποφεύγει κάθε κίνηση δημοσιονομικής πολιτικής.
Εάν όμως, αντιθέτως, τροποποιήσουμε το άρθρο που απαγορεύει την κρατική στήριξη, στην κατεύθυνση ενός συστήματος στήριξης κρατών-μελών, τότε δεν πραγματοποιούμε βήμα προς μία δημοκρατική και νόμιμη πολιτική ένωση. Αντιθέτως, κάνουμε ένα βήμα στον ολισθηρό δρόμο ενός καθεστώτος δημοσιονομικής απειθαρχίας, που θα παρασύρει συνετές οικονομίες στον βάλτο των υπερβολικών χρεών.
Αυτού του τύπου η πολιτική ένωση δεν θα επιβιώσει. Η κατάρρευσή της θα προκληθεί από την αντίσταση του λαού. Στο παρελθόν, παρόμοιες λαϊκές κινητοποιήσεις για παράνομες φορολογήσεις οδήγησαν ακόμη και σε συρράξεις. Αυτήν τη φορά, η επίπτωση θα είναι η απειλή κατάρρευσης στο πιο επιτυχημένο έργο οικονομικής ενοποίησης στην Ιστορία της ανθρωπότητας".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου